στίγων: Difference between revisions
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ωνος, ὁ, Α<br />[[στιγματίας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>στιγ</i>- του [[στίζω]] ( | |mltxt=-ωνος, ὁ, Α<br />[[στιγματίας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>στιγ</i>- του [[στίζω]] ([[πρβλ]]. [[στίγμα]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ων</i>, -<i>ωνος</i> ([[πρβλ]]. [[στίλβων]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:25, 11 May 2023
English (LSJ)
ωνος, ὁ,= στιγματίας 1.1, Ar.Fr.97.
German (Pape)
[Seite 943] ονος, ὁ, = στιγματίας; Hesych.; Poll. 3, 79.
Greek (Liddell-Scott)
στίγων: -ωνος, ὁ, = στιγματίας, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 46, Ἡσύχ.· πρβλ. πέδων.
Greek Monolingual
-ωνος, ὁ, Α
στιγματίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στιγ- του στίζω (πρβλ. στίγμα) + επίθημα -ων, -ωνος (πρβλ. στίλβων)].