συμβατήριος: Difference between revisions Search Google

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />[[συμβιβαστικός]] («λόγους... ξυμβατηρίους», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμβαίνω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δρασ</i>-<i>τήριος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br />[[συμβιβαστικός]] («λόγους... ξυμβατηρίους», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμβαίνω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> ([[πρβλ]]. [[δραστήριος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμβᾰτήριος:''' -ον, = το επόμ., σε Θουκ.
|lsmtext='''συμβᾰτήριος:''' -ον, = το επόμ., σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 16:25, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβᾰτήριος Medium diacritics: συμβατήριος Low diacritics: συμβατήριος Capitals: ΣΥΜΒΑΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: symbatḗrios Transliteration B: symbatērios Transliteration C: symvatirios Beta Code: sumbath/rios

English (LSJ)

ον, = συμβατικός (tending to agreement, leading to agreement, disposed to agreement, towards an agreement, disposed for agreement, convenient, inclined to agreement), λόγοι Th. 5.76, DH. 2.45, al. ; σπονδαί Ph. 1.390, al.

German (Pape)

[Seite 978] = Folgdm, λόγοι, Thuc. 5, 76.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
conciliant.
Étymologie: συμβαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμβατήριος -ον [συμβαίνω] tot een overeenkomst leidend, verzoenend.

Russian (Dvoretsky)

συμβᾰτήριος: примирительный, направленный к соглашению (λόγοι Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

συμβᾰτήριος: -ον, = τῷ ἑπομ., λόγοι Θουκ. 5. 76, Διον. Ἁλ. 2. 45, κ. ἀλλ.· σπονδαὶ Φίλων 1. 392, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-ον, Α
συμβιβαστικός («λόγους... ξυμβατηρίους», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμβαίνω + επίθημα -τήριος (πρβλ. δραστήριος)].

Greek Monotonic

συμβᾰτήριος: -ον, = το επόμ., σε Θουκ.