τριχιά: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
(42)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> [[σχοινί]] από συνεστραμμένες [[τρίχες]] αλόγων ή κατσικιών<br /><b>2.</b> (γενικά) χονδρό [[σχοινί]]<br /><b>3.</b> τρίχινο [[νήμα]] τών υποδηματοποιών<br /><b>4.</b> το τρίχινο [[κόσκινο]] τών μεταλλουργών<br /><b>5.</b> η [[καθετή]] τών ψαράδων<br /><b>6.</b> [[κρησάρα]], [[σήτα]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[κάνω]] την [[τρίχα]] [[τριχιά]]» — [[υπερβάλλω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρίχα]] (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιά</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πρασσ</i>-<i>ιά</i>)].
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> [[σχοινί]] από συνεστραμμένες [[τρίχες]] αλόγων ή κατσικιών<br /><b>2.</b> (γενικά) χονδρό [[σχοινί]]<br /><b>3.</b> τρίχινο [[νήμα]] τών υποδηματοποιών<br /><b>4.</b> το τρίχινο [[κόσκινο]] τών μεταλλουργών<br /><b>5.</b> η [[καθετή]] τών ψαράδων<br /><b>6.</b> [[κρησάρα]], [[σήτα]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[κάνω]] την [[τρίχα]] [[τριχιά]]» — [[υπερβάλλω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρίχα]] (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιά</i> ([[πρβλ]]. [[πρασσιά]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:35, 11 May 2023

Greek Monolingual

η, Ν
1. σχοινί από συνεστραμμένες τρίχες αλόγων ή κατσικιών
2. (γενικά) χονδρό σχοινί
3. τρίχινο νήμα τών υποδηματοποιών
4. το τρίχινο κόσκινο τών μεταλλουργών
5. η καθετή τών ψαράδων
6. κρησάρα, σήτα
7. φρ. «κάνω την τρίχα τριχιά» — υπερβάλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίχα (ΙΙ) + κατάλ. -ιά (πρβλ. πρασσιά)].