ὀμφαλιστήρ: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀμφαλιστήρ]], -ῆρος, ὁ (Α)<br />[[εργαλείο]] για την [[αποκοπή]] του ομφάλιου λώρου τών βρεφών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀμφαλός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήρ</i>, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. <i>ὀμφαλίζω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βραχιονισ</i>-<i>τήρ</i>)].
|mltxt=[[ὀμφαλιστήρ]], -ῆρος, ὁ (Α)<br />[[εργαλείο]] για την [[αποκοπή]] του ομφάλιου λώρου τών βρεφών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀμφαλός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήρ</i>, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. <i>ὀμφαλίζω</i> ([[πρβλ]]. [[βραχιονιστήρ]])].
}}
}}

Revision as of 16:55, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμφᾰλιστήρ Medium diacritics: ὀμφαλιστήρ Low diacritics: ομφαλιστήρ Capitals: ΟΜΦΑΛΙΣΤΗΡ
Transliteration A: omphalistḗr Transliteration B: omphalistēr Transliteration C: omfalistir Beta Code: o)mfalisth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, knife to cut the navel-string, Poll.2.169,4.208, Hsch.

German (Pape)

[Seite 343] ῆρος, ὁ, das Messer zum Abschneiden der Nabelschnur, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμφᾰλιστήρ: ὁ, τὸ ἐργαλεῖον δι’ οὗ ἀπέτεμνον τοῦ ὀμφαλοῦ τὸν λῶρον, Πολυδ. Β΄, 169, Ἡσύχ., Φώτ.

Greek Monolingual

ὀμφαλιστήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
εργαλείο για την αποκοπή του ομφάλιου λώρου τών βρεφών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμφαλός + κατάλ. -τήρ, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. ὀμφαλίζω (πρβλ. βραχιονιστήρ)].