ὀβολίας: Difference between revisions

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 9: Line 9:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀβολίας]], ὁ (Α)<br />(δ. τ. του [[ὀβελίας]])<br /><b>1.</b> [[ψωμί]] ψημένο σε [[σούβλα]]<br /><b>2.</b> αυτός που πουλιέται έναν οβολό («[[ὀβολίας]] ἄρτους», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀβολός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>οβελ</i>-<i>ίας</i>)].
|mltxt=[[ὀβολίας]], ὁ (Α)<br />(δ. τ. του [[ὀβελίας]])<br /><b>1.</b> [[ψωμί]] ψημένο σε [[σούβλα]]<br /><b>2.</b> αυτός που πουλιέται έναν οβολό («[[ὀβολίας]] ἄρτους», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀβολός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> ([[πρβλ]]. [[οβελίας]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:55, 11 May 2023

German (Pape)

[Seite 289] ἄρτος, ό, ein Brot, das für einen Obol verkauft wird, Ar. frg. bei B. A. 111, s. ὀβελίας.

Russian (Dvoretsky)

ὀβολίᾱς: adj. m ценой в один обол (ἄρτος Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀβολίας: ἴδε ὀβελίας.

Greek Monolingual

ὀβολίας, ὁ (Α)
(δ. τ. του ὀβελίας)
1. ψωμί ψημένο σε σούβλα
2. αυτός που πουλιέται έναν οβολό («ὀβολίας ἄρτους», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβολός + κατάλ. -ίας (πρβλ. οβελίας)].