κριθανίας: Difference between revisions

From LSJ

πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → the critical moment will turn out to be the teacher of many things

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κριθανίας]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> όμοιος με [[κριθάρι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κριθανίας]] [[πυρός]]» — [[είδος]] σιτηρού, πιθ. ο [[κέγχρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κριθανίας]] ([[πυρός]]) <span style="color: red;"><</span> [[κριθή]] <span style="color: red;">+</span> πιθ. κατάλ. -<i>ανίας</i> ([[πρβλ]]. <i>υφ</i>-<i>ανίας</i>) σχηματίστηκε αναλογικά, [[κατά]] το [[πρότυπο]] του <i>σητανίας</i> ([[πυρός]])].
|mltxt=[[κριθανίας]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> όμοιος με [[κριθάρι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κριθανίας]] [[πυρός]]» — [[είδος]] σιτηρού, πιθ. ο [[κέγχρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κριθανίας]] ([[πυρός]]) <span style="color: red;"><</span> [[κριθή]] <span style="color: red;">+</span> πιθ. κατάλ. -<i>ανίας</i> ([[πρβλ]]. [[υφανίας]]) σχηματίστηκε αναλογικά, [[κατά]] το [[πρότυπο]] του <i>σητανίας</i> ([[πυρός]])].
}}
}}

Revision as of 06:55, 13 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῑθᾰνίας Medium diacritics: κριθανίας Low diacritics: κριθανίας Capitals: ΚΡΙΘΑΝΙΑΣ
Transliteration A: krithanías Transliteration B: krithanias Transliteration C: krithanias Beta Code: kriqani/as

English (LSJ)

ου, ὁ, like barley: κ. πυρός a branching cereal, perhaps millet, Thphr.HP8.2.3.

German (Pape)

[Seite 1508] πυρός, ὁ, eine der Gerste ähnliche Weizenart, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

κρῑθᾰνίας: -ου, ὁ, ὅμοιος κριθῇ, κρ. πυρός, εἶδος σίτου ὁμοίου πρὸς κριθήν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 2. 3.

Greek Monolingual

κριθανίας, ὁ (Α)
1. όμοιος με κριθάρι
2. φρ. «κριθανίας πυρός» — είδος σιτηρού, πιθ. ο κέγχρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κριθανίας (πυρός) < κριθή + πιθ. κατάλ. -ανίας (πρβλ. υφανίας) σχηματίστηκε αναλογικά, κατά το πρότυπο του σητανίας (πυρός)].