μνησίθεος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μνησίθεος]] -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που θυμάται τον θεό<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[άρκευθος]]<br /><b>3.</b> το [[φυτό]] [[βούφθαλμον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μνησι</i>-, σύνθ. του τ. [[τερψίμβροτος]] (<b>βλ.</b> [[μιμνήσκω]]) <span style="color: red;">+</span> [[θεός]] ([[πρβλ]]. <i>ακουσί</i>-<i>θεος</i>)].
|mltxt=[[μνησίθεος]] -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που θυμάται τον θεό<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[άρκευθος]]<br /><b>3.</b> το [[φυτό]] [[βούφθαλμον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μνησι</i>-, σύνθ. του τ. [[τερψίμβροτος]] (<b>βλ.</b> [[μιμνήσκω]]) <span style="color: red;">+</span> [[θεός]] ([[πρβλ]]. [[ακουσίθεος]])].
}}
}}

Revision as of 07:00, 13 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μνησῐθεος Medium diacritics: μνησίθεος Low diacritics: μνησίθεος Capitals: ΜΝΗΣΙΘΕΟΣ
Transliteration A: mnēsítheos Transliteration B: mnēsitheos Transliteration C: mnisitheos Beta Code: mnhsi/qeos

English (LSJ)

ον, A remembering God, freq. as pr. n., cf. Pl.Cra.394e. II = ἄρκευθος, Ps.-Dsc.1.75. 2 = βούφθαλμον, Id.3.139.

German (Pape)

[Seite 195] Gottes eingedenk, s. nom. pr.

Russian (Dvoretsky)

μνησίθεος: (ῐ) помнящий о богах, благочестивый Plat.

Greek (Liddell-Scott)

μνησίθεος: -ον, ὁ ἐνθυμούμενος τὸν Θεόν, πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 394Ε.

Greek Monolingual

μνησίθεος -ον (Α)
1. αυτός που θυμάται τον θεό
2. το φυτό άρκευθος
3. το φυτό βούφθαλμον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μνησι-, σύνθ. του τ. τερψίμβροτος (βλ. μιμνήσκω) + θεός (πρβλ. ακουσίθεος)].