ψήσιμο: Difference between revisions
From LSJ
Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[ψήνω]] («το [[ψήσιμο]] του αρνιού»)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[μαγείρεμα]], [[βράσιμο]] («το [[ψήσιμο]] του [[καφέ]]»)<br /><b>3.</b> (σχετικά με πράγμ.) όπτηση («[[ψήσιμο]] κεραμεικών»)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[προσπάθεια]] για [[δημιουργία]] ερωτικού δεσμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. αορ. <i>έψησα</i> του [[ψήνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμο</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[ψήνω]] («το [[ψήσιμο]] του αρνιού»)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[μαγείρεμα]], [[βράσιμο]] («το [[ψήσιμο]] του [[καφέ]]»)<br /><b>3.</b> (σχετικά με πράγμ.) όπτηση («[[ψήσιμο]] κεραμεικών»)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[προσπάθεια]] για [[δημιουργία]] ερωτικού δεσμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. αορ. <i>έψησα</i> του [[ψήνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμο</i> ([[πρβλ]]. [[δέσιμο]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:00, 13 May 2023
Greek Monolingual
το, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ψήνω («το ψήσιμο του αρνιού»)
2. (γενικά) μαγείρεμα, βράσιμο («το ψήσιμο του καφέ»)
3. (σχετικά με πράγμ.) όπτηση («ψήσιμο κεραμεικών»)
4. μτφ. προσπάθεια για δημιουργία ερωτικού δεσμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αορ. έψησα του ψήνω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. δέσιμο)].