ψήσιμο: Difference between revisions

From LSJ

Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn

Menander, Monostichoi, 391
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[ψήνω]] («το [[ψήσιμο]] του αρνιού»)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[μαγείρεμα]], [[βράσιμο]] («το [[ψήσιμο]] του [[καφέ]]»)<br /><b>3.</b> (σχετικά με πράγμ.) όπτηση («[[ψήσιμο]] κεραμεικών»)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[προσπάθεια]] για [[δημιουργία]] ερωτικού δεσμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. αορ. <i>έψησα</i> του [[ψήνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμο</i> ([[πρβλ]]. <i>δέσ</i>-<i>ιμο</i>)].
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[ψήνω]] («το [[ψήσιμο]] του αρνιού»)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[μαγείρεμα]], [[βράσιμο]] («το [[ψήσιμο]] του [[καφέ]]»)<br /><b>3.</b> (σχετικά με πράγμ.) όπτηση («[[ψήσιμο]] κεραμεικών»)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[προσπάθεια]] για [[δημιουργία]] ερωτικού δεσμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. αορ. <i>έψησα</i> του [[ψήνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμο</i> ([[πρβλ]]. [[δέσιμο]])].
}}
}}

Latest revision as of 07:00, 13 May 2023

Greek Monolingual

το, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ψήνω («το ψήσιμο του αρνιού»)
2. (γενικά) μαγείρεμα, βράσιμο («το ψήσιμο του καφέ»)
3. (σχετικά με πράγμ.) όπτηση («ψήσιμο κεραμεικών»)
4. μτφ. προσπάθεια για δημιουργία ερωτικού δεσμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αορ. έψησα του ψήνω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. δέσιμο)].