ωμαλθής: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />(για [[έλκος]]) αυτός που επουλώθηκε γρηγορότερα από το κανονικό και όχι πλήρως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αλθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄλθος]] «[[θεραπεία]], [[φάρμακο]]»), [[πρβλ]]. <i>πολυ</i>-<i>αλθής</i>).
|mltxt=-ές, Α<br />(για [[έλκος]]) αυτός που επουλώθηκε γρηγορότερα από το κανονικό και όχι πλήρως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αλθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄλθος]] «[[θεραπεία]], [[φάρμακο]]»), [[πρβλ]]. [[πολυαλθής]]).
}}
}}

Latest revision as of 07:05, 13 May 2023

Greek Monolingual

-ές, Α
(για έλκος) αυτός που επουλώθηκε γρηγορότερα από το κανονικό και όχι πλήρως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -αλθής (< ἄλθος «θεραπεία, φάρμακο»), πρβλ. πολυαλθής).