ὀκταπάλαιστος: Difference between revisions
From LSJ
Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀκταπάλαιστος]] και [[ὀκτωπάλαιστος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[μήκος]] ή [[πλάτος]] ίσο με [[οκτώ]] παλάμες, ο [[ευρύς]] ή [[μακρός]] [[κατά]] [[οκτώ]] παλάμες («ἀσπὶς [[ὀκταπάλαιστος]]», Αιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>πάλαιστος</i>, [[μορφή]] με την οποία εμφανίζεται ως β' συνθετικό η λ. [[παλαστή]] «[[παλάμη]]» ( | |mltxt=[[ὀκταπάλαιστος]] και [[ὀκτωπάλαιστος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[μήκος]] ή [[πλάτος]] ίσο με [[οκτώ]] παλάμες, ο [[ευρύς]] ή [[μακρός]] [[κατά]] [[οκτώ]] παλάμες («ἀσπὶς [[ὀκταπάλαιστος]]», Αιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>πάλαιστος</i>, [[μορφή]] με την οποία εμφανίζεται ως β' συνθετικό η λ. [[παλαστή]] «[[παλάμη]]» ([[πρβλ]]. [[επτάπάλαιστος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 16 May 2023
English (LSJ)
[πᾰ], ον, eight palms wide or long, ἀσπίς Ael.Tact.12 : so ὀκτωπάλαιστος, Ascl.Tact.5.1.
Greek Monolingual
ὀκταπάλαιστος και ὀκτωπάλαιστος, -ον (Α)
αυτός που έχει μήκος ή πλάτος ίσο με οκτώ παλάμες, ο ευρύς ή μακρός κατά οκτώ παλάμες («ἀσπὶς ὀκταπάλαιστος», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -πάλαιστος, μορφή με την οποία εμφανίζεται ως β' συνθετικό η λ. παλαστή «παλάμη» (πρβλ. επτάπάλαιστος)].