ἐριβρεμέτης: Difference between revisions
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1028.png Seite 1028]] ὁ, der laut tosende, donnernde Zeus, Il. 13, 624 u. sp. D.; [[λέων]], laut brüllend, Pind. I. 3, 64; Aeschylus, Ar. Ran. 814; [[αὐλός]], laut schallend, Archi. 4 (VI, 195), u. ä. sp. D. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1028.png Seite 1028]] ὁ, der [[laut tosende]], [[donnernde]] Zeus, Il. 13, 624 u. sp. D.; [[λέων]], [[laut brüllend]], Pind. I. 3, 64; Aeschylus, Ar. Ran. 814; [[αὐλός]], [[laut schallend]], Archi. 4 (VI, 195), u. ä. sp. D. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 21: | Line 21: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐριβρεμέτης''': -ου, ὁ, ἐπὶ τοῦ [[Διός]], ἰσχυρῶς βροντῶν, [[Ζεύς|Ζεὺς]] Ἰλ. Ν. 624· περὶ τοῦ Αἰσχύλ., ἦ που δεινὸν ἐριβρεμέτας χόλον [[ἔνδοθεν]] ἕξει Ἀριστοφ. Βάτρ. 814· Ἰνδοὶ κῶμον ἄγουσιν ἐριβρεμέτῃ Διονύσῳ Δίον. Π. 578, κτλ.· ἰσχυρῶς βρυχώμενος, [[λέων]] Πινδ. Ι. 4. 77 (3. 64)· [[μεγάλως]] ἠχῶν, αὐλὸς Ἀνθ. Π. 6. 195. | |lstext='''ἐριβρεμέτης''': -ου, ὁ, ἐπὶ τοῦ [[Διός]], ἰσχυρῶς βροντῶν, [[Ζεύς|Ζεὺς]] Ἰλ. Ν. 624· περὶ τοῦ Αἰσχύλ., ἦ που δεινὸν ἐριβρεμέτας χόλον [[ἔνδοθεν]] ἕξει Ἀριστοφ. Βάτρ. 814· Ἰνδοὶ κῶμον ἄγουσιν ἐριβρεμέτῃ Διονύσῳ Δίον. Π. 578, κτλ.· ἰσχυρῶς βρυχώμενος, [[λέων]] Πινδ. Ι. 4. 77 (3. 64)· [[μεγάλως]] ἠχῶν, αὐλὸς Ἀνθ. Π. 6. 195. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐριβρεμέτης:''' -ου, ὁ, λέγεται για τον [[Δία]], αυτός που ρίχνει αστραπές, κεραυνούς, σε Ομήρ. Ιλ.· [[αὐλός]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἐριβρεμέτης:''' -ου, ὁ, λέγεται για τον [[Δία]], αυτός που ρίχνει αστραπές, κεραυνούς, σε Ομήρ. Ιλ.· [[αὐλός]], σε Ανθ. | ||
}} | }} |
Revision as of 06:20, 19 May 2023
English (LSJ)
ου, Ep. εω, ὁ, loud-thundering, Ζεύς Il.13.624; of Aeschylus, Ar.Ra.814(hex.); Διόνυσος D.P.578, etc.; loud-roaring, λέοντες Pi.I.4(3).46; loud-sounding, αὐλός AP6.195 (Arch.).
German (Pape)
[Seite 1028] ὁ, der laut tosende, donnernde Zeus, Il. 13, 624 u. sp. D.; λέων, laut brüllend, Pind. I. 3, 64; Aeschylus, Ar. Ran. 814; αὐλός, laut schallend, Archi. 4 (VI, 195), u. ä. sp. D.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
au bruit retentissant.
Étymologie: ἐρι-, βρέμω.
Russian (Dvoretsky)
ἐριβρεμέτης: ου adj. m
1 оглушительно грохочущий, гремящий (Ζεύς Hom.; ирон. Αἰσχύλος Arph.);
2 издающий громкое рычание (λέων Pind.);
3 громоподобный, звонкоголосый (αὐλός Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐριβρεμέτης: -ου, ὁ, ἐπὶ τοῦ Διός, ἰσχυρῶς βροντῶν, Ζεὺς Ἰλ. Ν. 624· περὶ τοῦ Αἰσχύλ., ἦ που δεινὸν ἐριβρεμέτας χόλον ἔνδοθεν ἕξει Ἀριστοφ. Βάτρ. 814· Ἰνδοὶ κῶμον ἄγουσιν ἐριβρεμέτῃ Διονύσῳ Δίον. Π. 578, κτλ.· ἰσχυρῶς βρυχώμενος, λέων Πινδ. Ι. 4. 77 (3. 64)· μεγάλως ἠχῶν, αὐλὸς Ἀνθ. Π. 6. 195.
Greek Monotonic
ἐριβρεμέτης: -ου, ὁ, λέγεται για τον Δία, αυτός που ρίχνει αστραπές, κεραυνούς, σε Ομήρ. Ιλ.· αὐλός, σε Ανθ.