αφρός: Difference between revisions
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
(7) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[ἀφρός]])<br /><b>1.</b> οι φυσαλλίδες που σχηματίζονται στην [[επιφάνεια]] των υγρών όταν αναταράσσονται ή βράζουν<br /><b>2.</b> οι φυσαλλίδες του σάλιου που σχηματίζονται στο [[στόμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το πιο εκλεκτό [[μέρος]] κάποιου πράγματος<br /><b>2.</b> [[κάτι]] πολύ ελαφρό, απαλό, εύθραυστο<br /><b>αρχ.</b><br />αφρώδες [[αίμα]], [[αίμα]] και [[αφρός]] [[μαζί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[άποψη]] που συνδέει το [[αφρός]] με το αρμεν. <i>p</i>'<i>tp</i>'<i>ur</i> «[[αφρός]]», [[μολονότι]] δελεαστική, προσκρούει στη [[δυσκολία]] συσχετισμού του αρμεν. τ. με ανάλογες ινδοευρ. λέξεις. Εξάλλου η παλαιότερη [[σύνδεση]] με τα <i>όμβρος</i>, αρχ. ινδ. <i>abhra</i>- «[[σύννεφο]]» κ.λπ. δεν ισχύει λόγω της αποκλίνουσας σημασίας των ανωτέρω τύπων. Η λ. [[αφρός]], ήδη ομηρική, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον αφρό της θάλασσας, του ποταμού, του κρασιού [[αλλά]] και τον αφρό στο [[στόμα]] ανθρώπων και ζώων. Επίσης η λ. [[αφρός]] δήλωνε και [[είδος]] του ψαριού [[αφύη]], [[ονομασία]] που [[κατά]] τον Ησύχιο οφειλόταν στο [[λευκό]], όμοιο με τον αφρό, [[χρώμα]] του ψαριού [[αυτού]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αφρώδης]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αφρισμός]] (νεοελλ. και <i>άφρισμα</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <i>άναφρος</i>, [[αφρόγαλα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δίαφρος]], [[έπαφρος]], <i>ύπαφρος</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αφροκοπώ]], [[αφρολόγος]], [[αφροξυλιά]]]. | |mltxt=ο (AM [[ἀφρός]])<br /><b>1.</b> οι φυσαλλίδες που σχηματίζονται στην [[επιφάνεια]] των υγρών όταν αναταράσσονται ή βράζουν<br /><b>2.</b> οι φυσαλλίδες του σάλιου που σχηματίζονται στο [[στόμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το πιο εκλεκτό [[μέρος]] κάποιου πράγματος<br /><b>2.</b> [[κάτι]] πολύ ελαφρό, απαλό, εύθραυστο<br /><b>αρχ.</b><br />αφρώδες [[αίμα]], [[αίμα]] και [[αφρός]] [[μαζί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[άποψη]] που συνδέει το [[αφρός]] με το αρμεν. <i>p</i>'<i>tp</i>'<i>ur</i> «[[αφρός]]», [[μολονότι]] δελεαστική, προσκρούει στη [[δυσκολία]] συσχετισμού του αρμεν. τ. με ανάλογες ινδοευρ. λέξεις. Εξάλλου η παλαιότερη [[σύνδεση]] με τα <i>όμβρος</i>, αρχ. ινδ. <i>abhra</i>- «[[σύννεφο]]» κ.λπ. δεν ισχύει λόγω της αποκλίνουσας σημασίας των ανωτέρω τύπων. Η λ. [[αφρός]], ήδη ομηρική, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον αφρό της θάλασσας, του ποταμού, του κρασιού [[αλλά]] και τον αφρό στο [[στόμα]] ανθρώπων και ζώων. Επίσης η λ. [[αφρός]] δήλωνε και [[είδος]] του ψαριού [[αφύη]], [[ονομασία]] που [[κατά]] τον Ησύχιο οφειλόταν στο [[λευκό]], όμοιο με τον αφρό, [[χρώμα]] του ψαριού [[αυτού]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αφρώδης]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αφρισμός]] (νεοελλ. και <i>άφρισμα</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <i>άναφρος</i>, [[αφρόγαλα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δίαφρος]], [[έπαφρος]], <i>ύπαφρος</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αφροκοπώ]], [[αφρολόγος]], [[αφροξυλιά]]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[foam]]=== | |||
Afrikaans: skuim; Albanian: shkumë; Arabic: رَغْوَة, زَبَد, زَبَد البَحْر; Egyptian Arabic: ريم, رغوة; Hijazi Arabic: رَغْوَة, زَبَد; Moroccan Arabic: كشكوشة; Armenian: փրփուր; Aromanian: spumã; Assamese: ফেন, ফেনা; Azerbaijani: köpük; Bashkir: күбек; Basque: apar; Belarusian: пена; Bengali: ফেনা; Berber Tashelhit: aluffi; Bikol Central: subo; Bulgarian: пяна; Burmese: အမြှုပ်, အမြှုပ်; Catalan: escuma; Chepang: भोप्; Cherokee: ᎤᏬᎩᏟ; Cheyenne: é'távo; Chinese Mandarin: 泡沫, 沫, 泡; Chuvash: кӑпӑк; Czech: pěna; Dalmatian: sploima; Danish: skum; Dutch: [[schuim]]; Esperanto: ŝaŭmo; Estonian: vaht; Faroese: skúm; Fijian: vuso; Finnish: vaahto; French: [[écume]], [[mousse]]; Friulian: sbrume; Galician: escuma, foula, babuxa, cachón, bogada, cuspia; Georgian: ქაფი; German: [[Schaum]]; Alemannic German: Schuum; Bavarian: schaum; Gothic: 𐍈𐌰𐌸𐍉; Greek: [[αφρός]]; Ancient Greek: [[ἀφρός]], [[ἄχνη]]; Hawaiian: huʻa; Hebrew: קֶצֶף; Hindi: झाग, कोप, फेन; Hungarian: hab; Icelandic: froða; Ido: spumo; Indonesian: busa; Ingush: чоп; Irish: sobal, cúr; Italian: [[schiuma]]; Japanese: 泡, 泡; Kazakh: көбік, көпіршік; Khmer: ពពុះ; Korean: 거품; Kurdish Central Kurdish: کەف; Northern Kurdish: kef; Kyrgyz: көбүк; Lao: ຟອງ, ລະລອກ, ໂຟມ; Latin: [[spuma]]; Latvian: putas; Lezgi: каф; Lithuanian: puta; Low German German Low German: Schuum; Macedonian: пена; Malay: busa; Malayalam: പത; Maltese: ragħwa; Manchu: ᠣᠪᠣᠩᡤᡳ, ᡥᠣᡶᡠᠨ; Maori: hukanga, pūtai, pūpūtai; Middle English: fom; Mongolian: хөөс; Neapolitan: scumma; Norwegian Bokmål: skum; Nynorsk: skum; Occitan: escuma; Old English: fām; Oromo: hoomacha; Ossetian: фынк; Ottoman Turkish: كوپوك, كف; Persian: کف; Plautdietsch: Schum; Polish: piana; Portuguese: [[espuma]]; Romanian: spumă; Russian: [[пена]]; Samoan: piapia; Sanskrit: फेन; Sardinian: sprumma, spuma, ispruma; Scottish Gaelic: cobhar, cop; Serbo-Croatian Cyrillic: пена, пјена; Roman: pena, pjena; Shor: кӧбӱк; Sicilian: scuma; Slovak: pena; Slovene: pena; Spanish: [[espuma]]; Swahili: povu; Swedish: skum; Sylheti: ꠚꠦꠘ; Tagalog: bula; Tajik: кафк; Tamil: நுரை; Tarifit: kuffu; Tatar: күбек; Telugu: నురగ; Thai: ฟอง, โฟม; Turkish: köpük; Turkmen: köpük; Udmurt: шукы; Ukrainian: пі́на; Urdu: جھاگ; Uyghur: كۆپۈك; Uzbek: koʻpik; Venetian: sbiùma; Vietnamese: bọt; Wakhi: xuf; Walloon: schome; Welsh: ewyn; West Frisian: skom; White Hmong: npuas; Yagnobi: хаф; Yiddish: פּינע, שוים; Yámana: sia | |||
}} | }} |
Revision as of 05:46, 8 June 2023
Greek Monolingual
ο (AM ἀφρός)
1. οι φυσαλλίδες που σχηματίζονται στην επιφάνεια των υγρών όταν αναταράσσονται ή βράζουν
2. οι φυσαλλίδες του σάλιου που σχηματίζονται στο στόμα
νεοελλ.
1. το πιο εκλεκτό μέρος κάποιου πράγματος
2. κάτι πολύ ελαφρό, απαλό, εύθραυστο
αρχ.
αφρώδες αίμα, αίμα και αφρός μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη που συνδέει το αφρός με το αρμεν. p'tp'ur «αφρός», μολονότι δελεαστική, προσκρούει στη δυσκολία συσχετισμού του αρμεν. τ. με ανάλογες ινδοευρ. λέξεις. Εξάλλου η παλαιότερη σύνδεση με τα όμβρος, αρχ. ινδ. abhra- «σύννεφο» κ.λπ. δεν ισχύει λόγω της αποκλίνουσας σημασίας των ανωτέρω τύπων. Η λ. αφρός, ήδη ομηρική, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον αφρό της θάλασσας, του ποταμού, του κρασιού αλλά και τον αφρό στο στόμα ανθρώπων και ζώων. Επίσης η λ. αφρός δήλωνε και είδος του ψαριού αφύη, ονομασία που κατά τον Ησύχιο οφειλόταν στο λευκό, όμοιο με τον αφρό, χρώμα του ψαριού αυτού.
ΠΑΡ. αφρώδης
μσν.- νεοελλ.
αφρισμός (νεοελλ. και άφρισμα).
ΣΥΝΘ. άναφρος, αφρόγαλα
αρχ.
δίαφρος, έπαφρος, ύπαφρος
νεοελλ.
αφροκοπώ, αφρολόγος, αφροξυλιά].
Translations
foam
Afrikaans: skuim; Albanian: shkumë; Arabic: رَغْوَة, زَبَد, زَبَد البَحْر; Egyptian Arabic: ريم, رغوة; Hijazi Arabic: رَغْوَة, زَبَد; Moroccan Arabic: كشكوشة; Armenian: փրփուր; Aromanian: spumã; Assamese: ফেন, ফেনা; Azerbaijani: köpük; Bashkir: күбек; Basque: apar; Belarusian: пена; Bengali: ফেনা; Berber Tashelhit: aluffi; Bikol Central: subo; Bulgarian: пяна; Burmese: အမြှုပ်, အမြှုပ်; Catalan: escuma; Chepang: भोप्; Cherokee: ᎤᏬᎩᏟ; Cheyenne: é'távo; Chinese Mandarin: 泡沫, 沫, 泡; Chuvash: кӑпӑк; Czech: pěna; Dalmatian: sploima; Danish: skum; Dutch: schuim; Esperanto: ŝaŭmo; Estonian: vaht; Faroese: skúm; Fijian: vuso; Finnish: vaahto; French: écume, mousse; Friulian: sbrume; Galician: escuma, foula, babuxa, cachón, bogada, cuspia; Georgian: ქაფი; German: Schaum; Alemannic German: Schuum; Bavarian: schaum; Gothic: 𐍈𐌰𐌸𐍉; Greek: αφρός; Ancient Greek: ἀφρός, ἄχνη; Hawaiian: huʻa; Hebrew: קֶצֶף; Hindi: झाग, कोप, फेन; Hungarian: hab; Icelandic: froða; Ido: spumo; Indonesian: busa; Ingush: чоп; Irish: sobal, cúr; Italian: schiuma; Japanese: 泡, 泡; Kazakh: көбік, көпіршік; Khmer: ពពុះ; Korean: 거품; Kurdish Central Kurdish: کەف; Northern Kurdish: kef; Kyrgyz: көбүк; Lao: ຟອງ, ລະລອກ, ໂຟມ; Latin: spuma; Latvian: putas; Lezgi: каф; Lithuanian: puta; Low German German Low German: Schuum; Macedonian: пена; Malay: busa; Malayalam: പത; Maltese: ragħwa; Manchu: ᠣᠪᠣᠩᡤᡳ, ᡥᠣᡶᡠᠨ; Maori: hukanga, pūtai, pūpūtai; Middle English: fom; Mongolian: хөөс; Neapolitan: scumma; Norwegian Bokmål: skum; Nynorsk: skum; Occitan: escuma; Old English: fām; Oromo: hoomacha; Ossetian: фынк; Ottoman Turkish: كوپوك, كف; Persian: کف; Plautdietsch: Schum; Polish: piana; Portuguese: espuma; Romanian: spumă; Russian: пена; Samoan: piapia; Sanskrit: फेन; Sardinian: sprumma, spuma, ispruma; Scottish Gaelic: cobhar, cop; Serbo-Croatian Cyrillic: пена, пјена; Roman: pena, pjena; Shor: кӧбӱк; Sicilian: scuma; Slovak: pena; Slovene: pena; Spanish: espuma; Swahili: povu; Swedish: skum; Sylheti: ꠚꠦꠘ; Tagalog: bula; Tajik: кафк; Tamil: நுரை; Tarifit: kuffu; Tatar: күбек; Telugu: నురగ; Thai: ฟอง, โฟม; Turkish: köpük; Turkmen: köpük; Udmurt: шукы; Ukrainian: пі́на; Urdu: جھاگ; Uyghur: كۆپۈك; Uzbek: koʻpik; Venetian: sbiùma; Vietnamese: bọt; Wakhi: xuf; Walloon: schome; Welsh: ewyn; West Frisian: skom; White Hmong: npuas; Yagnobi: хаф; Yiddish: פּינע, שוים; Yámana: sia