κυνάνθρωπος: Difference between revisions
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kynanthropos | |Transliteration C=kynanthropos | ||
|Beta Code=kuna/nqrwpos | |Beta Code=kuna/nqrwpos | ||
|Definition= | |Definition=κυνάνθρωπον, of a [[dog]]-[[man]], [[νόσος]] κυνάνθρωπος = [[cynanthropy]], [[kynanthropy]], a [[malady]] in which a man imagines himself to be a dog, Gal.19.719, Antioch.Astr.in Cat.Cod. Astr.7.115. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 09:14, 25 August 2023
English (LSJ)
κυνάνθρωπον, of a dog-man, νόσος κυνάνθρωπος = cynanthropy, kynanthropy, a malady in which a man imagines himself to be a dog, Gal.19.719, Antioch.Astr.in Cat.Cod. Astr.7.115.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνάνθρωπος: -ον, «σκυλλάνθρωπος», νόσος κ., καθ’ ἣν ὁ πάσχων ἄνθρωπος νομίζει ἑαυτὸν κύνα, Γαλην. 10. 502· πρβλ. λυκάνθρωπος.
Greek Monolingual
ο (AM κυνάνθρωπος, -ον)
νεοελλ.
1. ψυχοπαθής που φαντάζεται ότι είναι σκύλος
2. αναιδής σαν τον σκύλο, σκυλάνθρωπος
αρχ.
φρ. «νόσος κυνάνθρωπος» — κυνανθρωπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + ἄνθρωπος.
German (Pape)
ὁ, der Hundemensch, auch ἡ κυν. νόσος, eine Krankheit. S. λυκάνθρωπος.