ἀνεπιστρεφής: Difference between revisions
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anepistrefis | |Transliteration C=anepistrefis | ||
|Beta Code=a)nepistrefh/s | |Beta Code=a)nepistrefh/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀνεπιστρεφές, = [[ἀνεπίστρεπτος]] ([[without turning round]], [[indifferent]], [[heedless]]), ἀ. τινος [[careless of]], Placit. 1.7.7 ; [[inexorable]], [[τὸ ἀνεπιστρεφές]] τῆς δίκης Corn. ''ND'' 21. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 09:14, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀνεπιστρεφές, = ἀνεπίστρεπτος (without turning round, indifferent, heedless), ἀ. τινος careless of, Placit. 1.7.7 ; inexorable, τὸ ἀνεπιστρεφές τῆς δίκης Corn. ND 21.
Spanish (DGE)
-ές
1 desdeñoso, que no se preocupa τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων Placit.1.7.7.
2 subst. τὸ ἀνεπιστρεφές = inexorabilidad τῆς δίκης Corn.ND 21.
German (Pape)
[Seite 225] ές, dass., Plut. plac. phil. 1, 7 M.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
indifférent à, gén..
Étymologie: ἀ, ἐπιστρέφω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεπιστρεφής: безразличный, равнодушный (τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπιστρεφής: -ές, = τῷ προηγ., ἀν. τινος, ἀμελής τινος, ἀδιάφορος πρός τι, Πλούτ. 2. 881Β: - ἄκαμπτος, ἀμείλικτος, Ἰουστῖν. Μ.
Greek Monolingual
ἀνεπιστρεφής, -ές (Α)
1. αμελής, αδιάφορος
2. αμείλικτος, αδυσώπητος.