λεώβατος: Difference between revisions
From LSJ
Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=leovatos | |Transliteration C=leovatos | ||
|Beta Code=lew/batos | |Beta Code=lew/batos | ||
|Definition= | |Definition=ὁδός, καὶ ἰχθῦς σελαχώδης, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; cf. [[λειόβατος]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:25, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁδός, καὶ ἰχθῦς σελαχώδης, Hsch.; cf. λειόβατος.
German (Pape)
[Seite 37] vom Volke betreten, ἡ λ., sc. ὁδός, die Heerstraße, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
λεώβατος: (δηλ. ὁδός), ἡ, λεωφόρος, Ἡσύχ. 2) ἰχθὺς σελαχώδης, ὁ αὐτ.
Greek Monolingual
λεώβατος (Α)
(κατά τον Ησύχ.)
1. λεωφόρος, οδός
2. «ἰχθὒς σελαχώδης».
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1.< λεω- (βλ. λαο-) + -βατος (< βαίνω), πρβλ. ηλιόβατος
με τη σημ. 2 η λ. είναι πιθ. άλλος τ. του λειόβατος, είδος ιχθύος].