σίκα: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sika | |Transliteration C=sika | ||
|Beta Code=si/ka | |Beta Code=si/ka | ||
|Definition=[[ὗς]] (Lacon.), Hsch. σῖκα, v. [[σίκη]]. | |Definition=[[ὗς]] (Lacon.), [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] σῖκα, v. [[σίκη]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 09:32, 25 August 2023
English (LSJ)
ὗς (Lacon.), Hsch. σῖκα, v. σίκη.
Greek (Liddell-Scott)
σίκα: «ὗς, Λάκωνες» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(I)
Α
(κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «ὗς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τους τ. σίαλος και σῦς].
(II)
το, Ν
ζωολ. κοινή ξένη ονομασία του δασόβιου ελαφιού της Άπω Ανατολής Cervus nippon, το οποίο θεωρούσαν ιερό στην Ιαπωνία και του οποίου τα κέρατα χρησιμοποιούνται ως πρώτη ύλη στην παραδοσιακή ιατρική της Κίνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sika < ιαπ. shika].