Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σίκα

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σίκα Medium diacritics: σίκα Low diacritics: σίκα Capitals: ΣΙΚΑ
Transliteration A: síka Transliteration B: sika Transliteration C: sika Beta Code: si/ka

English (LSJ)

ὗς (Lacon.), Hsch. σῖκα, v. σίκη.

Greek (Liddell-Scott)

σίκα: «ὗς, Λάκωνες» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

(I)
Α
(κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «ὗς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τους τ. σίαλος και σῦς].
(II)
το, Ν
ζωολ. κοινή ξένη ονομασία του δασόβιου ελαφιού της Άπω Ανατολής Cervus nippon, το οποίο θεωρούσαν ιερό στην Ιαπωνία και του οποίου τα κέρατα χρησιμοποιούνται ως πρώτη ύλη στην παραδοσιακή ιατρική της Κίνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sika < ιαπ. shika].

Frisk Etymological English

See also: σίαλος and σῦς.