πρωτόγαλα: Difference between revisions

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=protogala
|Transliteration C=protogala
|Beta Code=prwto/gala
|Beta Code=prwto/gala
|Definition=ακτος, τό,= [[πυός]], Gal.19.131; = [[colostra]], Gloss.
|Definition=ακτος, τό,= [[πυός]], Gal.19.131; = [[colostra]], ''Glossaria''.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτόγᾰλα Medium diacritics: πρωτόγαλα Low diacritics: πρωτόγαλα Capitals: ΠΡΩΤΟΓΑΛΑ
Transliteration A: prōtógala Transliteration B: prōtogala Transliteration C: protogala Beta Code: prwto/gala

English (LSJ)

ακτος, τό,= πυός, Gal.19.131; = colostra, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 804] τό, die erste Muttermilch, -brust, wie πῦος, Galen. im plur. πρωτογάλακτα.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόγᾰλα: -ακτος, τό, τὸ μετὰ τὸν τοκετὸν πρῶτον γάλα, πρωτόγαλα, Γαλην. τ. 2, 99F, ἴδε πυός.

Greek Monolingual

-άλακτος, το, ΝΜΑ
1. το γάλα που εκκρίνεται τις πρώτες ημέρες αμέσως μετά τον τοκετό από τους μαστούς της γυναίκας και όλων τών θηλυκών θηλαστικών και το οποίο έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που το κάνουν να διακρίνεται από το κανονικό γάλα, αλλ. πύαρ, κν. κολάστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + γάλα.