κόρνος: Difference between revisions
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kornos | |Transliteration C=kornos | ||
|Beta Code=ko/rnos | |Beta Code=ko/rnos | ||
|Definition=[[κεντρομυρσίνη]] (Sicel), Hsch. | |Definition=[[κεντρομυρσίνη]] (Sicel), [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[κόρνος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας κορνίδες ή κρανίδες<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Σικελούς) το [[φυτό]] [[κεντρομυρσίνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ως [[σύγχρονος]] επιστημον. όρος [[είναι]] [[μεταφορά]] στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>cornus</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>cornus</i> / <i>cornum</i>, συγγενές του [[κράνον]]. Το αρχ. ελλ. [[κόρνος]] ίσως [[είναι]] [[δάνειο]] από τη λατ.]. | |mltxt=ο (Α [[κόρνος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας κορνίδες ή κρανίδες<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Σικελούς) το [[φυτό]] [[κεντρομυρσίνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ως [[σύγχρονος]] επιστημον. όρος [[είναι]] [[μεταφορά]] στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>cornus</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>cornus</i> / <i>cornum</i>, συγγενές του [[κράνον]]. Το αρχ. ελλ. [[κόρνος]] ίσως [[είναι]] [[δάνειο]] από τη λατ.]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:36, 25 August 2023
English (LSJ)
κεντρομυρσίνη (Sicel), Hsch.
Greek Monolingual
ο (Α κόρνος)
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας κορνίδες ή κρανίδες
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) (στους Σικελούς) το φυτό κεντρομυρσίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ως σύγχρονος επιστημον. όρος είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cornus < λατ. cornus / cornum, συγγενές του κράνον. Το αρχ. ελλ. κόρνος ίσως είναι δάνειο από τη λατ.].