περιτιμήεις: Difference between revisions
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=peritimieis | |Transliteration C=peritimieis | ||
|Beta Code=peritimh/eis | |Beta Code=peritimh/eis | ||
|Definition= | |Definition=περιτιμήεσσα, περιτιμήεν, [[much-honoured]], h.Ap.65. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:37, 25 August 2023
English (LSJ)
περιτιμήεσσα, περιτιμήεν, much-honoured, h.Ap.65.
German (Pape)
[Seite 596] εσσα, εν, sehr geehrt, geschätzt, Hom. h. Ap. 65.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
tout à fait honoré.
Étymologie: περί, τιμάω.
Russian (Dvoretsky)
περιτῑμήεις: ήεσσα, ῆεν окруженный глубоким почитанием (Δῆλος HH).
Greek (Liddell-Scott)
περιτῑμήεις: εσσα, εν, λίαν τετιμημένος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 65.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
ο πολύ τιμημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + τιμήεις (< τιμή + κατάλ. -ήεις)].
Greek Monotonic
περιτῑμήεις: -εσσα, -εν, πολυτιμημένος, σε Ομηρ. Ύμν.