νικαφορία: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nikaforia
|Transliteration C=nikaforia
|Beta Code=nikafori/a
|Beta Code=nikafori/a
|Definition=νῑκ-φόρος, Dor. for νικηφ-.
|Definition=[[νικαφόρος]], Dor. for νικηφ-.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 09:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νικαφορία Medium diacritics: νικαφορία Low diacritics: νικαφορία Capitals: ΝΙΚΑΦΟΡΙΑ
Transliteration A: nikaphoría Transliteration B: nikaphoria Transliteration C: nikaforia Beta Code: nikafori/a

English (LSJ)

νικαφόρος, Dor. for νικηφ-.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
victoire remportée, victoire.
Étymologie: νικηφόρος.

Greek (Liddell-Scott)

νικαφορία: -φόρος, Δωρ. ἀντὶ νικηφορία, νικηφ-, Πίνδ.

English (Slater)

νῑκᾱφορία victory in athletic competition. ἔστασεν ἑορτὰν σὺν Ὀλυμπιάδι πρώτᾳ νικαφορίαισί τε (O. 10.59) χάρμα δ' οὐκ ἀλλότριον νικαφορία πατέρος (P. 1.59) ὅδ' ἀνὴρ καταβολὰν ἱερῶν ἀγώνων νικαφορίας δέδεκται πρῶτον (N. 2.4) νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ (N. 9.49) νικαφορίαις γὰρ ὅσαις ἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο θάλησεν† (N. 10.41) νικ]αφορίαν[ (alia possis) P. Oxy. 841, 48. dub. ]φοριᾶν Πα. 17b. 26.

Greek Monolingual

νικαφορία, ή (Α)
βλ. νικηφορία.

Greek Monotonic

νικαφορία: -φόρος, Δωρ. αντί νικηφ-.

German (Pape)

[νῑκᾱ], ἡ, dor. = νικηφορία.