ὑπαλλάσσω: Difference between revisions
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypallasso | |Transliteration C=ypallasso | ||
|Beta Code=u(palla/ssw | |Beta Code=u(palla/ssw | ||
|Definition=Att. ὑπαλλάττω, < | |Definition=Att. [[ὑπαλλάττω]],<br><span class="bld">A</span> [[exchange]], Plb.5.8.9, Luc.''Sol.''10:—Med., θνητὸν βίον ἀντ' ἀθανάτου Ph.1.37; but <b class="b3">τὸ μῖσος τῇ εὐνοίᾳ</b> [[by]] the goodwill, J.''AJ''15.3.2.<br><span class="bld">2</span> [[change a little]], Plu.2.930c; τὸ τὴν οἰκείαν χώραν ὑπηλλαχός Gal.10.160; λουτρὰ καὶ θυμοὶ κτλ. ὑπαλλάττοντα τὴν κρᾶσιν Id.6.28, cf. 307, al.; [[alter]] the text of a book, τὰς παλαιὰς γραφάς Id.15.21, cf. 16.679, al.:—Med., [[change one's place]], Poll.6.194; [[change one's bearing]], πρός τινας Phot., Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[Κωρυκαῖος]]:—Pass., <b class="b3">ὑπηλλάχθαι εἰς</b>.. Arist.''Fr.''580; <b class="b3">ὅταν [βιβλίον].. τινὰ.. ὑπηλλαγμένα ἔχῃ</b> [[altered]] (from the first draft), Gal.15.424.<br><span class="bld">3</span> [[mortgage]], ἀρούρας ''BGU''301.9 (ii A. D.), cf. ''PStrassb.''56.8 (iii A. D.), etc.<br><span class="bld">II</span> intr. in Act., [[change gradually]], εἰς ἀνδρῶν ἡλικίαν Poll.2.10; of wine, Gal.15.629. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:12, 25 August 2023
English (LSJ)
Att. ὑπαλλάττω,
A exchange, Plb.5.8.9, Luc.Sol.10:—Med., θνητὸν βίον ἀντ' ἀθανάτου Ph.1.37; but τὸ μῖσος τῇ εὐνοίᾳ by the goodwill, J.AJ15.3.2.
2 change a little, Plu.2.930c; τὸ τὴν οἰκείαν χώραν ὑπηλλαχός Gal.10.160; λουτρὰ καὶ θυμοὶ κτλ. ὑπαλλάττοντα τὴν κρᾶσιν Id.6.28, cf. 307, al.; alter the text of a book, τὰς παλαιὰς γραφάς Id.15.21, cf. 16.679, al.:—Med., change one's place, Poll.6.194; change one's bearing, πρός τινας Phot., Suid. s.v. Κωρυκαῖος:—Pass., ὑπηλλάχθαι εἰς.. Arist.Fr.580; ὅταν [βιβλίον].. τινὰ.. ὑπηλλαγμένα ἔχῃ altered (from the first draft), Gal.15.424.
3 mortgage, ἀρούρας BGU301.9 (ii A. D.), cf. PStrassb.56.8 (iii A. D.), etc.
II intr. in Act., change gradually, εἰς ἀνδρῶν ἡλικίαν Poll.2.10; of wine, Gal.15.629.
German (Pape)
[Seite 1181] att. -ττω, verwechseln, vertauschen, verändern, Pol. 3, 8, 9 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
c. ὑπαλλάττω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπαλλάσσω: атт. ὑπαλλάττω
1 подменивать или обменивать (τι Polyb.);
2 слегка изменять (τι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπαλλάσσω: Ἀττικ. -ττω, ἀνταλλάσσω, Πολύβ. 5. 8., 9 Λουκ. Σολοικ. 10. ― Μεσ., ὑπαλ. τι ἀντί τινος Φίλων 1. 37· τί τινι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 3, 2. 2) μεταβάλλω ὀλίγον, ἐλαφρῶς, Πλούτ. 2. 930B ― Μέσ., ἀλλάσσω τὴν θέσιν μου, «ὑπαπιέναι, ὑπαλλάττεσθαι, ὑπαφίστασθαι, ὑπεξίστασθαι» Πολυδ. ϛʹ, 194· μεταβάλλω τὸν τρόπον μου, πρός τινα Σουΐδ. καὶ Φώτ. ἐν λέξ. Κωρυκαῖος. ― Παθ., ὑπηλλάχθαι εἰς... Ἀριστ. Ἀποσπ. 539. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., βαθμηδὸν μεταβάλω, Πολυδ. Β΄, 10. ― Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Ιϛʹ, σ. 507, 508, 512.
Greek Monolingual
και αττ. τ. ὑπαλλάττω Α
1. ανταλλάσσω
2. μετατρέπω, μεταβάλλω
3. μεταβάλλω ελαφρώς
4. (αμτβ.) υφίσταμαι βαθμιαίες μεταβολές
5. υποθηκεύω, ενεχυριάζω
6. μέσ. ὑπαλλάσσομαι
αλλάζω τη θέση μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἀλλάσσω.
Greek Monotonic
ὑπαλλάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, ανταλλάσσω, σε Λουκ.