φοινικήϊος: Difference between revisions

From LSJ

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=foinikiios
|Transliteration C=foinikiios
|Beta Code=foinikh/i+os
|Beta Code=foinikh/i+os
|Definition=η, ον, Ion. for [[φοινίκειος]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[φοινίκινος]] ''1'', [[of the datepalm]], <b class="b3">ἐσθὴς φ</b>. clothing [[of palm leaves]], <span class="bibl">Hdt.4.43</span>; <b class="b3">οἶνος φ</b>. [[palm]]-wine, <span class="bibl">Id.2.86</span>; <b class="b3">βίκους φοινικηΐους</b> (<b class="b3">-ηΐου</b> Valla) . . οἴνου πλέους <span class="bibl">1.194</span>; <b class="b3">φοινικηΐη νοῦσος</b>, = [[ἐλεφαντίασις]], Hp. ap. Gal.19.153. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[Phoenician]], <span class="bibl">Hdt.3.37</span>, <span class="bibl">8.90</span>, <span class="bibl">97</span>; <b class="b3">γράμματα Φοινικήϊα</b>, of the ancient Ionic alphabet, <span class="bibl">Id.5.58</span>, cf. <span class="bibl">Scamon 2</span>; [[Φ]]. alone, <span class="title">SIG</span>38.37 (Teos, v B. C.).</span>
|Definition=η, ον, Ion. for [[φοινίκειος]],<br><span class="bld">A</span> = [[φοινίκινος]] ''1'', [[of the datepalm]], <b class="b3">ἐσθὴς φ.</b> clothing [[of palm leaves]], Hdt.4.43; <b class="b3">οἶνος φ.</b> [[palm]]-wine, Id.2.86; <b class="b3">βίκους φοινικηΐους</b> (-ηΐου Valla).. οἴνου πλέους 1.194; <b class="b3">φοινικηΐη νοῦσος</b>, = [[ἐλεφαντίασις]], Hp. ap. Gal.19.153.<br><span class="bld">II</span> [[Phoenician]], Hdt.3.37, 8.90, 97; <b class="b3">γράμματα Φοινικήϊα</b>, of the ancient Ionic alphabet, Id.5.58, cf. Scamon 2; [[Φ]]. alone, ''SIG''38.37 (Teos, v B. C.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φοινῑκήϊος:''' -η, -ον, Ιων. αντί [[φοινίκειος]]·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που προέρχεται από Φοίνικα, <i>ἐσθὴς φοινικηΐη</i>, [[ένδυμα]] από φύλλου φοίνικα, σε Ηρόδ.· [[φοινικήϊος]] [[οἶνος]], [[κρασί]] από χουρμάδες (φοίνικες), στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[φοινικικός]], σε Ηρόδ.· <i>Φοινικήϊα γράμματα</i>, λέγεται για το αρχαίο Ιωνικό [[αλφάβητο]], σε ίδ.
|lsmtext='''φοινῑκήϊος:''' -η, -ον, Ιων. αντί [[φοινίκειος]]·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που προέρχεται από Φοίνικα, <i>ἐσθὴς φοινικηΐη</i>, [[ένδυμα]] από φύλλου φοίνικα, σε Ηρόδ.· [[φοινικήϊος]] [[οἶνος]], [[κρασί]] από χουρμάδες (φοίνικες), στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[φοινικικός]], σε Ηρόδ.· <i>Φοινικήϊα γράμματα</i>, λέγεται για το αρχαίο Ιωνικό [[αλφάβητο]], σε ίδ.
}}
}}

Revision as of 10:21, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινῑκήϊος Medium diacritics: φοινικήϊος Low diacritics: φοινικήϊος Capitals: ΦΟΙΝΙΚΗΪΟΣ
Transliteration A: phoinikḗïos Transliteration B: phoinikēios Transliteration C: foinikiios Beta Code: foinikh/i+os

English (LSJ)

η, ον, Ion. for φοινίκειος,
A = φοινίκινος 1, of the datepalm, ἐσθὴς φ. clothing of palm leaves, Hdt.4.43; οἶνος φ. palm-wine, Id.2.86; βίκους φοινικηΐους (-ηΐου Valla).. οἴνου πλέους 1.194; φοινικηΐη νοῦσος, = ἐλεφαντίασις, Hp. ap. Gal.19.153.
II Phoenician, Hdt.3.37, 8.90, 97; γράμματα Φοινικήϊα, of the ancient Ionic alphabet, Id.5.58, cf. Scamon 2; Φ. alone, SIG38.37 (Teos, v B. C.).

German (Pape)

[Seite 1295] ion. statt φοινίκειος, φοινίκεος 2; ἐσθὴς φοινικηΐη, ein Kleid aus den Blättern od. dem Baste des Palmbaumes, Her. 4, 43; οἶνος, Palmwein, 1, 193. 2, 86. 3, 20; φοινικηΐη νοῦσος, = ἐλεφαντίασις, Hippocr.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
ion. c. φοινίκειος.

Greek (Liddell-Scott)

φοινῑκήϊος: -η, -ον, Ἰων. ἀντὶ φοινίκειος, = φοινίκινος Ι, ὁ ἐκ φοίνικος ἢ φοινικοδένδρου («χουρμαδιᾶς»), ἐσθὴς φοινικηίη, ἔνδυμα ἐκ φύλλων φοίνικος, Ἡρόδ. 4. 43· φ. οἶνος, οἶνος ἐκ φοινίκων («χουρμάδων»), αὐτόθι 2. 86, κλπ.· οὕτως ἐν 1. 194· ὁ Valla διώρθωσε βίκους φοινικηίου... οἴνου (ἀντὶ -ηίους)· ― φοινικηίη νοῦσος = ἐλεφαντίασις, Ἱππ. παρὰ Γαλην. ΙΙ. ὁ ἐκ Φοινίκης, Φοινικικός, Ἡρόδ. 3. 37., 8. 90 καὶ 97· Φοινικήια γράμματα, ὁ ἀρχαῖος Ἰων. ἀλφάβητος, ὁ αὐτ. 5. 58, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3044. 37, καὶ Böckh ἐν τόπῳ.

Greek Monolingual

(I)
-ΐη, -ον, Α
ιων. τ. βλ. φοινίκειος (II).
(II)
-ΐη, -ον, Α
(ιων.τ.) βλ. φοινίκειος (Ι).

Greek Monotonic

φοινῑκήϊος: -η, -ον, Ιων. αντί φοινίκειος·
I. αυτός που προέρχεται από Φοίνικα, ἐσθὴς φοινικηΐη, ένδυμα από φύλλου φοίνικα, σε Ηρόδ.· φοινικήϊος οἶνος, κρασί από χουρμάδες (φοίνικες), στον ίδ.
II. φοινικικός, σε Ηρόδ.· Φοινικήϊα γράμματα, λέγεται για το αρχαίο Ιωνικό αλφάβητο, σε ίδ.