φευκτός: Difference between revisions
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ]+)’" to "$1$2'") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fefktos | |Transliteration C=fefktos | ||
|Beta Code=feukto/s | |Beta Code=feukto/s | ||
|Definition= | |Definition=φευκτή, φευκτόν,<br><span class="bld">A</span> [[to be shunned]] or [[to be avoided]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]'' 1153b2; opp. [[αἱρετός]], ib.1119a23, 1172b19, Epicur.''Ep.''3p.63U., Phld. ''Herc.''1251.13: Comp., Arist.''Top.''116b5.<br><span class="bld">2</span> [[that can be escaped]] or [[that can be avoided]], ἀγγελίαν ἄτλατον οὐδὲ φευκτάν [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''224 (lyr.), cf. Pl.''Ax.'' 369b; cf. [[φυκτός]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:29, 25 August 2023
English (LSJ)
φευκτή, φευκτόν,
A to be shunned or to be avoided, Arist.EN 1153b2; opp. αἱρετός, ib.1119a23, 1172b19, Epicur.Ep.3p.63U., Phld. Herc.1251.13: Comp., Arist.Top.116b5.
2 that can be escaped or that can be avoided, ἀγγελίαν ἄτλατον οὐδὲ φευκτάν S.Aj.224 (lyr.), cf. Pl.Ax. 369b; cf. φυκτός.
German (Pape)
[Seite 1267] adj. verb. von φεύγω, geflohen, vermieden, zu fliehen, zu meiden, zu vermeiden; ἄτλατον, οὐδὲ φευκτάν Soph. Ai. 222; dem man entfliehen, entgehen kann, den man fliehen muß, Plat. Ax. 369 b u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qu'il faut fuir ou éviter;
2 qu'on peut fuir ou éviter.
Russian (Dvoretsky)
φευκτός: [adj. verb. к φεύγω
1 которого можно избежать: οὐ φ. Soph., Plat. неизбежный, неминуемый;
2 которого следует избегать, нежелательный: ὧν τὸ μὲν αἱρετόν, τὸ δὲ φευκτόν Arst. из коих одно желательно, а другое нежелательно.
Greek (Liddell-Scott)
φευκτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὃν ἀποφεύγει τις, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 7. 14. 1· ἀντίθετον τῷ αἱρετός, αὐτόθι 3. 12. 1., 10. 2, 2. 2) ὃν δύναταί τις νὰ ἐκφύγῃ, ἀγγελίαν ἄτλατον οὐδὲ φευκτὰν Σοφ. Αἴ. 224, πρβλ. Πλάτ. Ἀξίοχ. 369Ε· ― πρβλ. τὸ ποιητ. φυκτός.
Greek Monolingual
-ή, -ό / φευκτός, -ή, -όν, ΝΑ φεύγω
νεοελλ.
αυτός τον οποίο μπορεί να αποφύγει κανείς
αρχ.
1. αυτός τον οποίο πρέπει ν' αποφεύγει κανείς («ὀρέγεται τῶν φευκτῶν», Λουκιαν.)
2. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να διαφύγει («ἀγγελίαν ἄτλαταν οὐδὲ φευκτάν», Σοφ.).
Greek Monotonic
φευκτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του φεύγω·
1. αυτός τον οποίο αναβάλλει ή αποφεύγει κάποιος, σε Αριστ.
2. αυτός που μπορεί να τον αποφύγει κάποιος, σε Σοφ.
Middle Liddell
φευκτός, ή, όν verb. adj. of φεύγω
1. to be shunned or avoided, Arist.
2. that can be avoided, Soph.