ἀντεράω: Difference between revisions
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anterao | |Transliteration C=anterao | ||
|Beta Code=a)ntera/w | |Beta Code=a)ntera/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[love in return]], τῶν ἀντερώντων ίμέρῳ πεπληγμένος A.''Ag.'' 544; ἐρῶν ἀντερᾶται X.''Smp.''8.3, cf. Bion ''Fr.''8.1; ἀντερᾶν τινός Luc. ''DMar.''1.5; ἀντερᾶσθαι ὑπό τινος Plu.''Dio''16.<br><span class="bld">II</span> [[rival in love]], τινί Id.2.972d; <b class="b3">ἀ. τινί τινος</b> [[rival]] one in love for.., E.''Rh.''184: abs., τὸ ἀντερᾶν [[jealous love]], Plu.''Lyc.''18. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:30, 25 August 2023
English (LSJ)
A love in return, τῶν ἀντερώντων ίμέρῳ πεπληγμένος A.Ag. 544; ἐρῶν ἀντερᾶται X.Smp.8.3, cf. Bion Fr.8.1; ἀντερᾶν τινός Luc. DMar.1.5; ἀντερᾶσθαι ὑπό τινος Plu.Dio16.
II rival in love, τινί Id.2.972d; ἀ. τινί τινος rival one in love for.., E.Rh.184: abs., τὸ ἀντερᾶν jealous love, Plu.Lyc.18.
Spanish (DGE)
• Morfología: [ind. aor. pas. ἀντερασθῆναι Luc.Musc.Enc.10]
1 corresponder en amor τῶν ἀντερώντων ἱμέρῳ πεπληγμένοι heridos por el amor de quienes os amaban A.A.544, c. gen. ἀντερᾷ δέ μου corresponde a mi amor X.Eph.5.1.5, ἀντερῴης αὐτοῦ Luc.DMar.1.5, Χαρικλέους ... ἀντερῶντος οὐχ ἧττον ἐκείνης Aristaenet.1.19.30, en v. pas. ἐρῶν τῆς γυναικὸς ἀντερᾶται X.Smp.8.3, ὄλβιοι <οἱ> φιλέοντες ἐπὴν ἴσον ἀντεράωνται Bio 12.1, ὑπὸ Πλάτωνος ἀντερᾶσθαι Plu.Dio 16.
2 rivalizar en amor c. dat. Ἀριστοφάνει Plu.2.972d, c. dat. y gen. del obj. amado ἵππων ἐμοί E.Rh.184, en pas. τῇ Σελήνῃ ... τοῦ Ἐνδυμίωνος Luc.l.c.
•abs. λέγοιντ' ἂν ἀντερᾶν Ποσειδῶν καὶ Ἥλιος Ael.NA 14.28, τὸ ἀντερᾶν οὐκ ἦν no existía rivalidad en amar Plu.Lyc.18.
German (Pape)
[Seite 247] (s. ἐράω), 1) wieder lieben, οἱ ἀντερῶντες Aesch. Ag. 530; Sp., bes. im part. praes.; ἐρῶν αντερᾶται Xen. Symp. 8, 3. – 2) τινί τινος, Nebenbuhler sein, in der Liebe zu etwas, ἐρῶν τίγ' ἀντερᾷς ἵπ πων ἐμοί Eur. Rhes. 184; ἀντερασθῆναι τῇ. Σελήνῃ τοῦ Ἐνδυμίωνος Luc. Musc. Enc. 10; ὁ ἀντερῶν τινι, Jemandes Nebenbuhler, Plut. sol. an. 18.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 rendre amour pour amour;
2 être rival en amour : τινι de qqn ; abs. τὸ ἀντερᾶν PLUT la rivalité en amour.
Étymologie: ἀντί, ἐράω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντεράω:
1 любить друг друга (οἱ ἀντερῶντες Aesch.); pass. быть взаимно любимым (ἐρῶν τῆς γυναικὸς ἀντερᾶται Xen.; ἀντερᾶσθαι ὑπό τινος Plut., Luc.);
2 быть соперником в любви (τινι Plut.): ἐρῶντί τινι ἀ. τινος Eur. соперничать с кем-л. в любви к кому(чему)-л.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεράω: ἀνταγαπῶ, τῶν ἀντερώντων ἱμέρῳ πεπληγμένοι Αἰσχύλ. Ἀγ. 544· ἐρῶν... ἀντερᾶται Ξεν. Συμπ. 8.3, πρβλ. Βίωνος 8. 1· ἀντερᾶν τινος Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 1. 5· ἀντερᾶσθαι ὑπό τινος Πλουτ. Δίων 16. ΙΙ. εἶμαι ἀντεραστής, τινὶ Πλούτ. 2. 932D· ἀντ. τινί τινος, καὶ μὴν ἐρῶντί γ’ ἀντερᾷς ἵππων ἐμοὶ Εὐρ. Ρῆσ. 184: ἀπολ., τὸ ἀντερᾶν, ἡ ἀντιζηλία ἐν τῷ ἔρωτι, Πλουτ. Λυκοῦργ. 18.
Greek Monotonic
ἀντεράω:I. ανταγαπάω, σε Αισχύλ.· ἀντερᾶν τινος, σε Λουκ.
II. ἀντ. τινί τινος, είμαι αντίζηλος με κάποιον άλλο στον έρωτα, σε Ευρ.· απόλ., τὸ ἀντερᾶν, ζηλόφθονη αγάπη, σε Πλούτ.
Middle Liddell
I. to love in return, Aesch.; ἀντερᾶν τινός Luc.
II. ἀντ. τινί τινος to rival one in love for another, Eur.: absol., τὸ ἀντερᾶν jealous love, Plut.