δικότυλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐάν γάρ ἀποδιδῷ τις τί ἐστιν αὐτῶν ἑκατέρῳ τό ζῴῳ εἶναι, ἴδιον ἑκατέρου λόγον ἀποδώσει (Aristotle, Categoriae 1a) → For if anyone gives an explanation of what it is for each of them to be an animal, he will give the same explanation of each

Source
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dikotylos
|Transliteration C=dikotylos
|Beta Code=diko/tulos
|Beta Code=diko/tulos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with two rows of tentacula]], like the poulp, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>525a19</span>, <span class="bibl"><span class="title">PA</span>685b12</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[holding two]] [[κοτύλαι]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Int.</span>12</span>, <span class="bibl">Sotad.Com. 1.33</span>, <span class="bibl">Polyaen.8.16.2</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> Subst. <b class="b3">δικότυλον, τό,</b> [[measure of two]] [[κοτύλαι]], <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>937.27</span> (iii A. D.).</span>
|Definition=δικότυλον,<br><span class="bld">A</span> [[with two rows of tentacula]], like the poulp, Arist.''HA''525a19, ''PA''685b12.<br><span class="bld">II</span> [[holding two]] [[κοτύλαι]], Hp.''Int.''12, Sotad.Com. 1.33, Polyaen.8.16.2.<br><span class="bld">2</span> Subst. [[δικότυλον]], τό, [[measure of two]] [[κοτύλαι]], ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''937.27 (iii A. D.).
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 10:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκότῠλος Medium diacritics: δικότυλος Low diacritics: δικότυλος Capitals: ΔΙΚΟΤΥΛΟΣ
Transliteration A: dikótylos Transliteration B: dikotylos Transliteration C: dikotylos Beta Code: diko/tulos

English (LSJ)

δικότυλον,
A with two rows of tentacula, like the poulp, Arist.HA525a19, PA685b12.
II holding two κοτύλαι, Hp.Int.12, Sotad.Com. 1.33, Polyaen.8.16.2.
2 Subst. δικότυλον, τό, measure of two κοτύλαι, POxy.937.27 (iii A. D.).

Spanish (DGE)

(δῐκότῠλος) -ον
1 de doble fila de ventosas de pulpos, Arist.HA 525a19, PA 685b12.
2 metrol. de dos cótilas de capacidad κύλιξ Hp.Int.12, λήκυθος Sotad.Com.1.33, cf. Polyaen.8.16.2, SB 9949.28 (Cirene II/I a.C.), (ἀλάβαστρος) PCair.Zen.89.5 (III a.C.), ποτήρια ῥοδιακά ID 1441A.2.69, 1450A.164 (ambas II a.C.)
subst. τὸ δ. vaso de dos cótilas de capacidad, Posidon.76
dos cótilas como medida δ. ἐλαίου χρηστοῦ POxy.937.27 (III d.C.).

German (Pape)

vom Polypen, mit zwei Reihen Saugwarzen; Arist. H.A. 4.1; vgl. part.anim. 4.9. – Zwei Kotylen enthaltend, λήκυθος Sotad. Ath. VII.293 (v. 33); vgl. Dionys. com. ib. XI.467d; Polyaen. 8.16.2.

Russian (Dvoretsky)

δικότῠλος: имеющий двойной ряд присосок (τὰ πολύποδα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

δῐκότῠλος: -ον, ὁ ἔχων δύο σειρὰς μυζητικῶν κοτυλῶν ὡς ὁ πολύπους, καὶ τῷ μονοκότυλον εἶναι μόνην (τὴν ἐλεδώνην) τῶν μαλακίων· τὰ γάρ ἄλλα πάντα δικότυλά ἐστι Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 1. 8, Ζ. Μ, 4. 9, 14. ΙΙ. ὁ περιλαμβάνων δύο κοτύλας, λήκυθος Σωτάδ. ἐν Ἐγκλειομ. 1. 33.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δικότυλος, -ον)
νεοελλ.
1. (για φυτά) δικοτυλήδονος
2. το αρσ. ως ουσ. ο δικότυλος
γένος θηλαστικών της οικογένειας τών συϊδών
αρχ.
1. αυτός που έχει δύο σειρές κοτυληδόνων
2. αυτός που έχει χωρητικότητα δύο κοτυλών
3. το ουδ. ως ουσ. το δικότυλον
μέτρο χωρητικότητας ίσο με δύο κοτύλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (< δις) + κοτύλη «μέτρο χωρητικότητας»].