θηλυμανής: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thilymanis | |Transliteration C=thilymanis | ||
|Beta Code=qhlumanh/s | |Beta Code=qhlumanh/s | ||
|Definition= | |Definition=θηλυμανές,<br><span class="bld">A</span> [[mad after women]], AP5.18 (Rufin.); Πόθοι Id.9.16 (Mel.); of animals, <b class="b3">ἵπποι θ.</b> [[LXX]] ''Je.''5.8.<br><span class="bld">II</span> Act., [[maddening women]], κροτάλων θ. ὄτοβοι Antim.''Eleg.''17:—hence [[θηλυμανία]], ἡ, Sch.Opp.''H.''1.536, ''Cat.Cod.Astr.'' 2.177. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:37, 25 August 2023
English (LSJ)
θηλυμανές,
A mad after women, AP5.18 (Rufin.); Πόθοι Id.9.16 (Mel.); of animals, ἵπποι θ. LXX Je.5.8.
II Act., maddening women, κροτάλων θ. ὄτοβοι Antim.Eleg.17:—hence θηλυμανία, ἡ, Sch.Opp.H.1.536, Cat.Cod.Astr. 2.177.
German (Pape)
[Seite 1207] ές, weibertoll, in Weiber rasend verliebt, πόθοι Mel. 54 (IX, 16), vgl. Ruf. 14 (V, 19); ὄτοβος κροτάλων Antimach. (IX, 321).
Russian (Dvoretsky)
θηλῠμᾰνής: сведенный с ума женщинами, страстно влюбленный в женщин (πόθοι Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
θηλυμᾰνής: -ές, μανιωδῶς ἀγαπῶν τὰς γυναῖκας, Ἀνθ. Π. 5. 19., 9. 16. ΙΙ. ἐνεργ., εἰς μανίαν ἄγων τὰς γυναῖκας, θ. ὄτοβοι κροτάλων αὐτόθι 321.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ θηλυμανής, -ές)
(για άνδρες) αυτός που τρελαίνεται για γυναίκες, αυτός που έχει ασυγκράτητες ερωτικές επιθυμίες
αρχ.
αυτός που οδηγεί σε μανία τις γυναίκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -μανής (< ε-μάνην, παθ. αόρ. β' του μαίνομαι), πρβλ. γυναιμανής, θεομανής].