Κόλχος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Kolchos
|Transliteration C=Kolchos
|Beta Code=*ko/lxos
|Beta Code=*ko/lxos
|Definition=ὁ, <span class="title">Colchian</span>, <span class="bibl">Hdt.1.2</span>, etc.:—Adj. Κολχικός, ή, όν, <span class="title">Colchian</span>, <span class="bibl">Id.2.105</span>:—poet. also Κόλχος στόλος <span class="bibl">A.R.4.485</span>:—fem. Κολχίς, ίδος, <span class="bibl">Hdt.1.2</span> (but also Μηδείᾳ τῇ Κόλχῳ <span class="bibl">Pl.<span class="title">Euthd.</span>285c</span>): as [[substantive]] [[Κολχίς]] (''[[sc.]]'' [[γῆ]]), <span class="title">Colchis</span>, <span class="bibl">Hdt.1.104</span>, etc.; (''[[sc.]]'' [[γυνή]]) <span class="bibl">E.<span class="title">Med.</span> 132</span> (anap.).
|Definition=ὁ, ''Colchian'', Hdt.1.2, etc.:—Adj. [[Κολχικός]], ή, όν, ''Colchian'', Id.2.105:—poet. also [[Κόλχος]] στόλος A.R.4.485:—fem. Κολχίς, ίδος, Hdt.1.2 (but also [[Μηδείᾳ]] τῇ Κόλχῳ Pl.''Euthd.''285c): as [[substantive]] [[Κολχίς]] (''[[sc.]]'' [[γῆ]]), ''Colchis'', Hdt.1.104, etc.; (''[[sc.]]'' [[γυνή]]) E.''Med.'' 132 (anap.).
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 10:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κόλχος Medium diacritics: Κόλχος Low diacritics: Κόλχος Capitals: ΚΟΛΧΟΣ
Transliteration A: Kólchos Transliteration B: Kolchos Transliteration C: Kolchos Beta Code: *ko/lxos

English (LSJ)

ὁ, Colchian, Hdt.1.2, etc.:—Adj. Κολχικός, ή, όν, Colchian, Id.2.105:—poet. also Κόλχος στόλος A.R.4.485:—fem. Κολχίς, ίδος, Hdt.1.2 (but also Μηδείᾳ τῇ Κόλχῳ Pl.Euthd.285c): as substantive Κολχίς (sc. γῆ), Colchis, Hdt.1.104, etc.; (sc. γυνή) E.Med. 132 (anap.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de Colchide : οἱ Κόλχοι les habitants de la Colchide.
Étymologie:.

Greek Monolingual

ο θηλ. Κολχίδα (AM Κόλχος, θηλ. Κολχίς, -ίδος)
κάτοικος της Κολχίδος
αρχ.
ως επίθ. κολχικόςκόλχος στόλος», Απόλλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < τοπων. Κολχίς].

Greek Monotonic

Κόλχος: ὁ, από την Κολχίδα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίθ. Κολχικός, , -όν, Κολχικός, στον ίδ.· θηλ. Κολχίς, -ίδος και ως ουσ. Κολχίς (ενν. γῆ), η Κολχίδα, στον ίδ.· (ενν. γυνή), σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

Κόλχος: IIколх, житель Колхиды Her., Xen. etc.
колхидский Her., Plat. etc.

Middle Liddell

Κόλχος, ὁ,
a Colchian, Hdt., etc.:—adj. Κολχικός, ή, όν, Colchian, Hdt.:—fem. Κολχίς, ίδος, and as substantive Κολχίς ( sub. γῆ), Eur.