ὑπονομεύω: Difference between revisions
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yponomeyo | |Transliteration C=yponomeyo | ||
|Beta Code=u(ponomeu/w | |Beta Code=u(ponomeu/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[undermine]], [[sap]], Din. ap. Phot., Anon. ap. Suid.: τὴν στερεὰν γῆν J.''BJ'' 7.2.2.<br><span class="bld">2</span> metaph., [[stir up by secret arts]], [[stratagems]], or [[intrigues]], ὑ. Ῥωμαίοις πόλεμον D.H.3.23:—Pass., [[varia lectio|v.l.]] for -νοθ-, [[LXX]] ''2 Ma.''4.26. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:39, 25 August 2023
English (LSJ)
A undermine, sap, Din. ap. Phot., Anon. ap. Suid.: τὴν στερεὰν γῆν J.BJ 7.2.2.
2 metaph., stir up by secret arts, stratagems, or intrigues, ὑ. Ῥωμαίοις πόλεμον D.H.3.23:—Pass., v.l. for -νοθ-, LXX 2 Ma.4.26.
German (Pape)
[Seite 1227] untergraben, unterirdische Gänge od. Minen machen, Din. bei Suid. – Übertr., durch heimliche Listen untergraben, Ränke anstiften, πόλεμόν τινα D. Hal. 3, 23.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπονομεύω: ὑπορύττω, ὀρύττω ὑπόνομον, Δείναρχ. παρὰ Φωτ., Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· ― μεταφορ., ὑποκινῶ κρυφίως διὰ παντοίων μέσων, ὑπενόμευσε Ρωμαίοις πόλεμον ἐκ τῶν ὑπηκόων Διον. Ἁλ. 3. 23.
Greek Monolingual
ὑπονομεύω ΝΑ ὑπόνομος
1. σκάβω κάτω από την επιφάνεια του εδάφους και διανοίγω υπόνομο
2. μτφ. ενεργώ με δόλιο και συγκεκαλυμμένο τρόπο προκειμένου να βλάψω κάποιον (α. «το μόνο που κάνει είναι να υπονομεύει τις προσπάθειες τών συναδέλφων του» β. «ὑπενόμευε Ῥωμαίοις πόλεμον ἐκ τῶν ὑπηκόων», Διον. Αλ.)
νεοελλ.
μτφ. βλάπτω κάποιον με δόλια μέσα.