ἀτημελής: Difference between revisions
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=atimelis | |Transliteration C=atimelis | ||
|Beta Code=a)thmelh/s | |Beta Code=a)thmelh/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀτημελές,<br><span class="bld">A</span> [[neglected]], κόμη Plu.''Ant.''18.<br><span class="bld">II</span> of persons, [[careless]], [[neglectful]], χρημάτων E.''Fr.''184. Adv. [[ἀτημελῶς]], ἔχειν τινός Plu.''Agis'' 17; ἀτημελέως ἀλάληντο A.R.1.812 ([[varia lectio|v.l.]] -λέες). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:42, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀτημελές,
A neglected, κόμη Plu.Ant.18.
II of persons, careless, neglectful, χρημάτων E.Fr.184. Adv. ἀτημελῶς, ἔχειν τινός Plu.Agis 17; ἀτημελέως ἀλάληντο A.R.1.812 (v.l. -λέες).
Spanish (DGE)
-ές
• Prosodia: [ᾱ-]
• Morfología: [jón. nom. plu. -έες A.R.1.812]
I 1descuidado, abandonado ἀτημελέες ἀλάληντο vagan sin que nadie se ocupe de ellas A.R.l.c.
•descuidado, desaseado κόμη Plu.Ant.18, τὸ δωμάτιον Them.Or.22.274b.
2 c. gen. que descuida, que no se ocupa μοῦσαν ... ἀργόν, φίλοινον, χρημάτων ἀτημελῆ E.Fr.184.
II adv. -ῶς descuidadamente ἁψαμένη τῶν πέπλων καὶ τῆς κόμης ἀ. ἐχόντων tocando sus vestiduras y cabellera en situación de abandono Plu.Agis 17.
German (Pape)
[Seite 386] ές, sorglos, nachlässig, Sext. Emp.; κόμη Plut. Ant. 18; ἀτημελῶς ἔχειν Agis 17.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
négligé.
Étymologie: ἀ, τημελέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀτημελής:
1 небрежный, находящийся в беспорядке, спутанный (κόμη Plut.);
2 пренебрегающий (τινος Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀτημελής: -ές, παρημελημένος, κόμη Πλουτ. Ἀντ. 18. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἀμελής, ὀλίγωρος, χρημάτων Εύρ. (;) παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 27: - ἐπίρρ., ἀτημελῶς ἔχειν Πλουτ. Ἆγις 17· ἀτημελέως ἀλάληντο Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 812, μετὰ διαφ. γρ. -λέες.
Greek Monolingual
ἀτημελής, -ές (Α) τημελώ
1. παραμελημένος, απεριποίητος
2. αμελής, απρόσεκτος.
Greek Monotonic
ἀτημελής: -ές,
I. παραμελημένος, σε Πλούτ.
II. απερίσκεπτος· επίρρ. ἀτημελῶς ἔχειν, στον ίδ.
Frisk Etymological English
See also: τημελέω
Middle Liddell
I. neglected, Plut.
II. careless:— adv., ἀτημελῶς ἔχειν Plut.
Frisk Etymology German
ἀτημελής: {atēmelḗs}
See also: s. τημελέω.
Page 1,178