τέρμιος: Difference between revisions
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=termios | |Transliteration C=termios | ||
|Beta Code=te/rmios | |Beta Code=te/rmios | ||
|Definition=α, ον, (τέρμα) [[at the end]], [[last]], always of [[time]], <b class="b3">τ. ἁμέρα</b> the day [[of death]], | |Definition=α, ον, ([[τέρμα]]) [[at the end]], [[last]], always of [[time]], <b class="b3">τ. ἁμέρα</b> the day [[of death]], S.''Ant.''1330 (lyr.); <b class="b3">χώρα τ.</b> the spot [[where one is destined to end life]], Id.''OC''89. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:50, 25 August 2023
English (LSJ)
α, ον, (τέρμα) at the end, last, always of time, τ. ἁμέρα the day of death, S.Ant.1330 (lyr.); χώρα τ. the spot where one is destined to end life, Id.OC89.
German (Pape)
[Seite 1094] am Ende befindlich, der äußerste, letzte, von der Zeit; dah. τερμία χώρα, die letzte Gegend, die Einer kurz vor seinem Lebensende betritt, um dort zu sterben, Soph. O. R. 89; τ. ἡμέρα, der Todestag, Ant. 1331.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui est à l'extrémité, final : ἡμέρα SOPH le dernier jour, le jour de la mort ; χώρα SOPH le pays qu'on choisit pour y mourir.
Étymologie: τέρμων.
Russian (Dvoretsky)
τέρμιος: последний (ἡμέρα Soph.): χώρα τερμία Soph. место (предстоящей) смерти.
Greek (Liddell-Scott)
τέρμιος: -α, -ον, (τέρμα), ὕστατος, ἔσχατος, ἀεὶ ἐπὶ χρόνου, τ. ἡμέρα, ἡ ἡμέρα τοῦ θανάτου, Σοφ. Ἀντ. 1331· ἐλθόντι χώραν τερμίαν, «εἱμαρμένην, ἐφ’ ἧς ἔμελλε τὸ τέλος τοῦ βίου ἀνύσειν» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 89.
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α τέρμα
(ποιητ. τ.)
1. ύστατος, έσχατος («τερμία ἁμέρα» — η ημέρα του θανάτου, Σοφ.)
2. φρ. «χώρα τερμία» — η χώρα στην οποία είναι προορισμένο από τη Μοίρα να πεθάνει κανείς (Σοφ.).
Greek Monotonic
τέρμιος: -α, -ον (τέρμα), αυτός που βρίσκεται στο τέλος, ύστατος, έσχατος, λέγεται πάντα για το χρόνο, τερμία ἡμέρα, η ημέρα του θανάτου, σε Σοφ.· τερμία χώρα, το σημείο όπου έμελλε σε κάποιον να τερματίσει την ζωή, στον ίδ.
Middle Liddell
τέρμιος, η, ον τέρμα
at the end, last, always of time, τ. ἡμέραι the day of death, Soph.; τερμία χώρα the spot where one is destined to end life, Soph.