Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατάβολος: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὴν ἀτυχίας ἐστὶν ἀνθρώποις τέχνη → Ars est hominibus portus infortunii → Vor Unglück bietet Menschen Zuflucht Kunstverstand

Menander, Monostichoi, 309
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katavolos
|Transliteration C=katavolos
|Beta Code=kata/bolos
|Beta Code=kata/bolos
|Definition=(proparox.), ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[stewpond]], [[oyster-bank]], Xenocr. ap. <span class="bibl">Orib.2.58.96</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[naval station]], = [[ἐπίνειον]], Sch.<span class="bibl">Th.1.30</span>; <b class="b2">entrepót</b>, = [[ἐμπόριον]], <span class="bibl"><span class="title">EM</span>336.21</span>.</span>
|Definition=(proparox.), ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[stewpond]], [[oyster-bank]], Xenocr. ap. Orib.2.58.96.<br><span class="bld">II</span> [[naval station]], = [[ἐπίνειον]], Sch.Th.1.30; entrepót, = [[ἐμπόριον]], ''EM''336.21.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 10:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάβολος Medium diacritics: κατάβολος Low diacritics: κατάβολος Capitals: ΚΑΤΑΒΟΛΟΣ
Transliteration A: katábolos Transliteration B: katabolos Transliteration C: katavolos Beta Code: kata/bolos

English (LSJ)

(proparox.), ὁ,
A stewpond, oyster-bank, Xenocr. ap. Orib.2.58.96.
II naval station, = ἐπίνειον, Sch.Th.1.30; entrepót, = ἐμπόριον, EM336.21.

Greek (Liddell-Scott)

κατάβολος: ὁ, θέσιςτόπος ἔνθα δύναταί τις νὰ θέσῃ τι: Ι. μέρος ἐν θαλάσσῃ ἔνθα περιέκλειον ὄστρεα, μύδια, κ.τ.τ. ἢ ἰχθῦς, ὀστρεοτροφεῖον, ἰχθυοτροφεῖον, Ξενοκρ. 27 (σελ. 13, ἔκδ. Κοροῆ, οὗ ἴδε σημ. ἐν σ. 144). ΙΙ. ἐπίνειον, Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 30, Ἐτυμολ. Μ. 336. 21.

Greek Monolingual

ο (Α κατάβολος)
νεοελλ.
μέρος στη θάλασσα στο οποίο φυλάγονται οι αστακοί δεμένοι με σπάγγο για να διατηρούνται φρέσκοι
αρχ.
1. μέρος στη θάλασσα στο οποίο περικλείονταν οστρακόδερμα ή ψάρια, ιχθυοτροφείο
2. επίνειο
3. αποθήκη για φύλαξη εμπορευμάτων
4. η καταβολή, η πληρωμή με δόσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. μετά-βολος, παρά-βολος].