παραβλύζω: Difference between revisions
From LSJ
καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει → time and tide wait for no man
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)" to "") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paravlyzo | |Transliteration C=paravlyzo | ||
|Beta Code=parablu/zw | |Beta Code=parablu/zw | ||
|Definition=[[spurt out]], [[disgorge]], <b class="b3">παραβλύζω τὸ περιττὸν [τοῦ οἴνου</b> | |Definition=[[spurt out]], [[disgorge]], <b class="b3">παραβλύζω τὸ περιττὸν [τοῦ οἴνου]</b> Anon. ap. Suid.: c. gen. partit., παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνῳ Philostr.''Im.''1.22; [[κραιπάλη]]ς Eun.''VS''p.462 B. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:54, 25 August 2023
English (LSJ)
spurt out, disgorge, παραβλύζω τὸ περιττὸν [τοῦ οἴνου] Anon. ap. Suid.: c. gen. partit., παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνῳ Philostr.Im.1.22; κραιπάλης Eun.VSp.462 B.
German (Pape)
[Seite 472] daneben hervorsprudeln lassen, ausspeien, Philostr., Suid.
Greek (Liddell-Scott)
παραβλύζω: μέλλ. -ύσω, ἀποπτύω, ἐξεμῶ, «εἴ ποτε ἡττηθεὶς οἴνου καὶ παραβλύσας τὸ περιττόν, εἶτα ὕπνου μέτοχος γένοιτο» Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. παραβλύσας· μετὰ γεν. διαιρετ., π. τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνῳ Φιλόστρ. 796· πρβλ. ἀποβλύζω.
Greek Monolingual
Α
αποπτύω, εξεμώ, βγάζω από το στόμα («παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνω», Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + βλύζω «κοχλάζω, πλημμυρίζω»].