ὀκτάεδρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oktaedros
|Transliteration C=oktaedros
|Beta Code=o)kta/edros
|Beta Code=o)kta/edros
|Definition=ον, of a solid figure, [[eight-sided]], Gal.5.668 : Subst. ὀκτά-εδρον, τό, [[octahedron]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Cael.</span>307a16</span>, <span class="bibl">Ti.Locr. 98d</span>, <span class="bibl">Euc.11</span> <span class="title">Def.</span>26, <span class="title">Placit.</span>2.6.5.
|Definition=ὀκτάεδρον, of a solid figure, [[eight-sided]], Gal.5.668: Subst. [[ὀκτάεδρον]], τό, [[octahedron]], Arist.''Cael.''307a16, Ti.Locr. 98d, Euc.11 ''Def.''26, ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]''2.6.5.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:55, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκτάεδρος Medium diacritics: ὀκτάεδρος Low diacritics: οκτάεδρος Capitals: ΟΚΤΑΕΔΡΟΣ
Transliteration A: oktáedros Transliteration B: oktaedros Transliteration C: oktaedros Beta Code: o)kta/edros

English (LSJ)

ὀκτάεδρον, of a solid figure, eight-sided, Gal.5.668: Subst. ὀκτάεδρον, τό, octahedron, Arist.Cael.307a16, Ti.Locr. 98d, Euc.11 Def.26, Placit.2.6.5.

German (Pape)

[Seite 317] achtseitig, τὸ ὀκτ., mit acht Seitenflächen; Tim. Locr. 98 d; Plut.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à huit faces, octaèdre.
Étymologie: ὀκτώ, ἕδρα.

Russian (Dvoretsky)

ὀκτάεδρος: восьмигранный Plat., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὀκτάεδρος: -ον, ὁ ἔχων ὀκτὼ ἕδρας ἢ πλευράς, Τίμ. Λοκρ. 98D, Πλούτ. 2. 719D. II. ὀκτάεδρον, τὸ σχῆμα μὲ ὀκτὼ ἕδρας, Ἀριστ. π. Οὐρ. 3. 8, 9, Εὐκλείδ.

Greek Monolingual

και οχτάεδρος, -η, -ο (Α ὀκτάεδρος, -ον)
1. αυτός που έχει οκτώ έδρες
2. το ουδ. ως ουσ. το οκτάεδρο
γεωμετρικό σχήμα που έχει οκτώ έδρες
νεοελλ.
φρ. «κανονικό οκτάεδρο»
μαθ. ένα από τα πέντε κανονικά πολύεδρα, που έχει οκτώ έδρες οι οποίες είναι ισόπλευρα τρίγωνα, δώδεκα ακμές και έξι κορυφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -εδρος (< ἕδρα)].