ἡμιτέλεστος: Difference between revisions
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=imitelestos | |Transliteration C=imitelestos | ||
|Beta Code=h(mite/lestos | |Beta Code=h(mite/lestos | ||
|Definition= | |Definition=ἡμιτέλεστον, ([[τελέω]]) [[half-finished]], Th.3.3, dub. in D.H.1.59, etc.; of a lady's hair, [[half-done]], Aeschin.Socr.18; of a child, [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 1.5. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:56, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡμιτέλεστον, (τελέω) half-finished, Th.3.3, dub. in D.H.1.59, etc.; of a lady's hair, half-done, Aeschin.Socr.18; of a child, Nonn. D. 1.5.
German (Pape)
[Seite 1170] halb vollendet, Thuc. 3, 3 u. Sp., wie D. Hal. 1, 59; D. C. 37, 44.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à moitié fini.
Étymologie: ἡμι-, τελέω.
Russian (Dvoretsky)
ἡμῐτέλεστος: полуоконченный: τὰ τῶν τειχῶν ἡμιτέλεστα Thuc. доведенные до половины работы по возведению стен.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιτέλεστος: -ον, (τελέω), κατὰ τὸ ἥμισυ τελειωμένος, τὰ ἡμιτέλεστα τῶν τειχῶν Θουκ. 3. 3, Διον. Ἁλ. 1. 59, κτλ.· βρέφος Νόνν. Δ. 1. 5.
Greek Monolingual
ἡμιτέλεστος, -ον (AM)
1. Ημιτελής, μισοτελειωμένος
2. (για βρέφος) ατελής, που δεν συμπλήρωσε τους όρους μιας τέλειας κατάστασης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + τελεστός (< τελώ)].
Greek Monotonic
ἡμιτέλεστος: -ον (τελέω), μισοτελειωμένος, ημιτελής, σε Θουκ.
Middle Liddell
ἡμι-τέλεστος, ον τελέω
half-finished, Thuc.