κλινόπους: Difference between revisions
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=klinopous | |Transliteration C=klinopous | ||
|Beta Code=klino/pous | |Beta Code=klino/pous | ||
|Definition=ποδος, ὁ, pl., [[feet of a bed]], | |Definition=ποδος, ὁ, pl., [[feet of a bed]], Gp. 13.9.9: sg., generally, κ. τοίχου [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[θριγκός]], ''EM''455.55; [[σφιγγῶν]] ib.425.28 (pl.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:59, 25 August 2023
English (LSJ)
ποδος, ὁ, pl., feet of a bed, Gp. 13.9.9: sg., generally, κ. τοίχου Hsch. s.v. θριγκός, EM455.55; σφιγγῶν ib.425.28 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1454] ποδος, ὁ, Bett-, Sänftenfuß, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κλῑνόπους: ποδος, ὁ, ὁ ποὺς κλίνης, Γεωπ. 13. 9, 9· κ. τοίχου Ἡσύχ. ἐν λέξ. θριγκός.
Greek Monolingual
ο, και κλινόποδο, το (AM κλινόπους, -οδος, ὁ)
συν. στον πληθ. τα πόδια του κρεβατιού, τα στρίποδα
αρχ.
το σημείο στο οποίο στηρίζεται κάτι, το στήριγμα («κλινόπους τοίχου», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + -πους (< πούς), πρβλ. γωνιόπους, κεφαλόπους].