ἐνοφθαλμίζω: Difference between revisions
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=enofthalmizo | |Transliteration C=enofthalmizo | ||
|Beta Code=e)nofqalmi/zw | |Beta Code=e)nofqalmi/zw | ||
|Definition=[[inoculate]], [[bud]], δένδρον ἓν ἀπὸ πλειόνων | |Definition=[[inoculate]], [[bud]], δένδρον ἓν ἀπὸ πλειόνων [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 5-5.4, cf. ''Gp.''10.77.1:—Pass., ''Inscr.Délos'' 366''B''20, Procl. ''in Cra.''p.39P. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:00, 25 August 2023
English (LSJ)
inoculate, bud, δένδρον ἓν ἀπὸ πλειόνων Thphr. CP 5-5.4, cf. Gp.10.77.1:—Pass., Inscr.Délos 366B20, Procl. in Cra.p.39P.
Spanish (DGE)
1 agr. injertar ἐνοφθαλμίσαι δένδρον ἓν ἀπὸ πλειόνων καὶ διαφόρων Thphr.CP 5.5.4, en v. pas. ἐ[λ] αίους ἐνωφθαλμισμέν<ου>ς ID 366b.20 (III a.C.), πίτυς ... οὐκ ἐνοφθαλμίζεται Plu.2.640a, (τὰ φυτά) ... ὅταν ἐνοφθαλμίζωνται ἢ ἐγκεντρίζωνται Procl.in Cra.39, cf. Porph.Gaur.10.1, Gp.11.18.10
•abs. hacer un injerto, Gp.10.77.1.
2 intr. en v. med.-pas., sent. dud., quizá saltar a la vista ἐνοφθαλμισθήσεταί σοι PTeb.725.8 (II a.C.).
German (Pape)
[Seite 851] inokuliren, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνοφθαλμίζω: ἐγκεντρίζω, «μπολιάζω», δένδρον ἀπό τινος Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 5, 4· ἐνοφθαλμισμός, ὁ, τὸ ἐνοφθαλμίζειν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 1 καὶ 2, Πλούτ. 2. 640Β, Γεωπον. 10. 75, 1., 10. 77, 1· οὕτω καὶ ἐνοφθάλμισμα, τό, Συνέσ. 294C.
Greek Monolingual
(AM ἐνοφθαλμίζω) οφθαλμός
(για δέντρα) μπολιάζω, εγκεντρίζω
νεοελλ.
εισάγω στον οργανισμό θεραπευτικό εμβόλιο.