ἀντιμεθέλκω: Difference between revisions

From LSJ

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=antimethelko
|Transliteration C=antimethelko
|Beta Code=a)ntimeqe/lkw
|Beta Code=a)ntimeqe/lkw
|Definition=[[drag different ways]], [[distract]], τὰ -οντα πράγματα <span class="bibl">Ph. 1.231</span>, cf. <span class="title">APl.</span>4.136 (Antiphil.), <span class="bibl">139</span> (Jul. Aegypt.), in Pass.; τῇ καὶ τῇ <span class="title">AP</span>10.74 (Paul. Sil.).
|Definition=[[drag different ways]], [[distract]], τὰ ἀντιμεθέλκοντα πράγματα Ph. 1.231, cf. ''APl.''4.136 (Antiphil.), 139 (Jul. Aegypt.), in Pass.; τῇ καὶ τῇ ''AP''10.74 (Paul. Sil.).
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 11:00, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιμεθέλκω Medium diacritics: ἀντιμεθέλκω Low diacritics: αντιμεθέλκω Capitals: ΑΝΤΙΜΕΘΕΛΚΩ
Transliteration A: antimethélkō Transliteration B: antimethelkō Transliteration C: antimethelko Beta Code: a)ntimeqe/lkw

English (LSJ)

drag different ways, distract, τὰ ἀντιμεθέλκοντα πράγματα Ph. 1.231, cf. APl.4.136 (Antiphil.), 139 (Jul. Aegypt.), in Pass.; τῇ καὶ τῇ AP10.74 (Paul. Sil.).

Spanish (DGE)

desviar en sentidos contrarios, perturbar ζωὴ ... ἀντιμεθελκόντων ἀεὶ φορουμένη πραγμάτων Ph.1.231
en v. pas. ζάλῳ καὶ τέκνοις ἀντιμεθελκομέναν (Medea) desgarrada entre los celos y los hijos, AP 16.136 (Antiphil.), cf. 139 (Iul.Aegypt.), τῇ καὶ τῇ AP 10.74 (Paul.Sil.).

German (Pape)

[Seite 255] nach entgegengesetzten Seiten hinziehen, ζάλῳ καὶ τέκνοις ἀντιμεθελκομένα Μήδεια Antiphil. 20 (Plan. 136); vgl. Iul. Aeg. 29 (Plan. 139); Paul. Sil. 71 (X, 74).

French (Bailly abrégé)

tirer en sens contraire(s).
Étymologie: ἀντί, μεθέλκω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιμεθέλκω: тащить в обратную сторону (βίος τῇ καὶ τῇ ἀντιμεθελκόμενος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιμεθέλκω: ἕλκω, σύρω πρὸς ἀντιθέτους διευθύνσεις, τὰν ὀλοὰν Μήδειαν ὅτ’ ἔγραφε Τιμομάχου χείρ, ζάλῳ καὶ τέκνοις ἀντιμεθελκομέναν Ἀνθ. Πλαν. 136, 139, ἐν τῷ παθ., τῇ καὶ τῇ θαμινῶς ἀντιμεθελκόμενος Ἀνθ. Π. 10. 74.

Greek Monolingual

ἀντιμεθέλκω (Α)
τραβώ προς διαφορετική διεύθυνση.

Greek Monotonic

ἀντιμεθέλκω: μέλ. -ξω, σύρω προς αντίθετες κατευθύνσεις, σε Ανθ.

Middle Liddell

to drag different ways, Anth.