πισσώδης: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pissodis
|Transliteration C=pissodis
|Beta Code=pissw/dhs
|Beta Code=pissw/dhs
|Definition=Att. πιττ-, εως, [[like pitch]], χρῶμα <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>587a32</span>; [[thick as pitch]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>3.1.6</span>; [[ὑγρότης]] ib.<span class="bibl">1.12.2</span>: Sup., ib.<span class="bibl">9.2.2</span>.
|Definition=Att. [[πιττώδης]], εως, [[like pitch]], χρῶμα Arist.''HA''587a32; [[thick as pitch]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 3.1.6; [[ὑγρότης]] ib.1.12.2: Sup., ib.9.2.2.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:01, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πισσώδης Medium diacritics: πισσώδης Low diacritics: πισσώδης Capitals: ΠΙΣΣΩΔΗΣ
Transliteration A: pissṓdēs Transliteration B: pissōdēs Transliteration C: pissodis Beta Code: pissw/dhs

English (LSJ)

Att. πιττώδης, εως, like pitch, χρῶμα Arist.HA587a32; thick as pitch, Thphr. HP 3.1.6; ὑγρότης ib.1.12.2: Sup., ib.9.2.2.

German (Pape)

[Seite 619] ες, pechartig, voll Pech; Arist. H. A. 9, 10; Theophr.

Russian (Dvoretsky)

πισσώδης: атт. πιττώδης 2 похожий на смолу, смолистый Arst.

Greek (Liddell-Scott)

πισσώδης: -ες, Ἀττικ. πιττ-, ες, (εἶδος) ὅμοιος πίσσῃ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 10, 5˙ ΙΙ. ὁ παρέχων πίσσαν, πεύκη Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 12, 2, κτλ.

Greek Monolingual

-ες, ΝΑ, και αττ. τ. πιττώδης, -ῶδες, Α πίσσα
1. ο όμοιος με πίσσαχρῶμα δὲ τούτου αἱματῶδες καὶ σφόδρα μέλαν καὶ πιττῶδες», Αριστοτ.)
2. αυτός που είναι γεμάτος πίσσα
3. αυτός που είναι πυκνός, παχύρρευστος σαν την πίσσα.