πάγκυφος: Difference between revisions
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pagkyfos | |Transliteration C=pagkyfos | ||
|Beta Code=pa/gkufos | |Beta Code=pa/gkufos | ||
|Definition= | |Definition=πάγκυφον, [[quite crooked]], <b class="b3">π. ἐλαία</b> the sacred olive-tree in the citadel at Athens, because of its [[dwarfed and twisted]] shape, Ar.''Fr.''727. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:03, 25 August 2023
English (LSJ)
πάγκυφον, quite crooked, π. ἐλαία the sacred olive-tree in the citadel at Athens, because of its dwarfed and twisted shape, Ar.Fr.727.
German (Pape)
[Seite 436] ganz krumm, ἐλάα, Ar. frg. 664 bei Poll. 6, 163, der heilige Oelbaum auf der Burg in Athen, weil er krumm und niedrig war.
Russian (Dvoretsky)
πάγκῡφος: (о священном масличном дереве на афинском Акрополе) весь искривленный (ἐλαία Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
πάγκῡφος: τό, ἐντελῶς κυφός, π. ἐλαία, ἡ ἱερὰ ἐπὶ τῆς Ἀκροπόλεως ἐλαία, ὡς ἐκ τῆς χθαμαλότητος αὐτῆς καὶ τοῦ συνεστραμμένου σχήματος, Ἀριστόφ. Ἀποσπάσμ. 664· πρβλ. Müller Archäol d. Kunst § 371. 3. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πάγκυφος· ἐλαίας εἶδός τι κατακεκυφὸς καὶ ταπεινὸν ἐν τῇ ἀκροπόλει».
Greek Monolingual
πάγκυφος, -ον (Α)
1. εντελώς κυφός, τελείως κυρτός, καμπουριασμένος
2. φρ. «πάγκυφος ἐλαία» — η ιερή ελιά της Ακροπόλεως η οποία ονομάστηκε έτσι εξαιτίας του συνεστραμμένου σχήματος του κορμού και της κυφότητας που παρουσίαζε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + κυφός (< κύπτω)].