μνημονευτός: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mnimoneftos
|Transliteration C=mnimoneftos
|Beta Code=mnhmoneuto/s
|Beta Code=mnhmoneuto/s
|Definition=ή, όν, [[that can be remembered]]: <b class="b3">τὰ μ</b>. [[objects of memory]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1367a24</span>, <span class="bibl">1370b1</span>, <span class="bibl"><span class="title">Mem.</span>449b9</span>,<span class="bibl">450a24</span>.
|Definition=μνημονευτή, μνημονευτόν, [[that can be remembered]]: <b class="b3">τὰ μ.</b> [[objects of memory]], Arist.''Rh.''1367a24, 1370b1, ''Mem.''449b9,450a24.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:06, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μνημονευτός Medium diacritics: μνημονευτός Low diacritics: μνημονευτός Capitals: ΜΝΗΜΟΝΕΥΤΟΣ
Transliteration A: mnēmoneutós Transliteration B: mnēmoneutos Transliteration C: mnimoneftos Beta Code: mnhmoneuto/s

English (LSJ)

μνημονευτή, μνημονευτόν, that can be remembered: τὰ μ. objects of memory, Arist.Rh.1367a24, 1370b1, Mem.449b9,450a24.

German (Pape)

[Seite 194] dessen man sich erinnert, erwähnt, Arist. rhet. 1, 9 memor. 1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
dont on se souvient.
Étymologie: μνημονεύω.

Russian (Dvoretsky)

μνημονευτός: удерживаемый в памяти, запоминающийся или вспоминаемый Arst.

Greek (Liddell-Scott)

μνημονευτός: -ή, -όν, ὃ δύναται ἢ ὃν πρέπει νὰ μνημονεύῃ τις, νὰ ἐνθυμῆται, Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 25 καὶ 11, 8, π. Μνήμ. 1, 2 καὶ 2.

Greek Monolingual

μνημονευτός, -ή, -όν (Α)
μνημονεύω
1. αυτός τον οποίο μπορεί να μνημονεύει ή να θυμάται κανείς
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά μνημονευτά
όσα είναι δυνατόν να θυμάται κανείς, τα αντικείμενα μνήμης.

Greek Monotonic

μνημονευτός: -ή, -όν, αυτός που είναι δυνατόν ή πρέπει να τον θυμόμαστε, σε Αριστ.

Middle Liddell

μνημονευτός, ή, όν
that can be or ought to be remembered, Arist. [from μνημονεύω