χρηστομαθής: Difference between revisions
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=christomathis | |Transliteration C=christomathis | ||
|Beta Code=xrhstomaqh/s | |Beta Code=xrhstomaqh/s | ||
|Definition=ὁ< | |Definition=ὁ<br><span class="bld">A</span>, ἡ an [[adept]] in [[polite]] [[learning]], Cic.''Att.''1.6.2. Adv. [[χρηστομαθῶς]], εἴρηται Phld.''Mus.''p.83K. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:08, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ
A, ἡ an adept in polite learning, Cic.Att.1.6.2. Adv. χρηστομαθῶς, εἴρηται Phld.Mus.p.83K.
German (Pape)
[Seite 1376] ές, 1) lernbegierig, wißbegierig, Sp. – 2) der alles Brauchbare, Nöthige, zu einer Wissenschaft Gehörige erlernt hat; Cic. Att. 1, 6; Clem. Al.
Russian (Dvoretsky)
χρηστομᾰθής: получивший основательное образование (homo Cic.).
Greek (Liddell-Scott)
χρηστομαθής: -ές, (√ΜΑΘ, μανθάνω) ὁ ἐπιθυμῶν νὰ μανθάνῃ, φιλομαθής· - χρηστομαθέω, ἐφίεμαι μαθήσεως, Λογγῖν. 2. 3. ΙΙ. ὁ μαθὼν πᾶν ὅ,τι χρηστὸν ἢ ὠφέλιμον, Κικ. πρὸς Ἀττ. 1. 6, 2, Κλήμ. Ἀλ. 342.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. φιλομαθής
2. αυτός που μαθαίνει καθετί το χρήσιμο, το ωφέλιμο
3. (για αφηρημένα πράγμ.) αυτός που αξίζει να γίνει αντικείμενο μελέτης
4. το ουδ. ως ουσ.) τὸ χρηστομαθές
η χρηστομάθεια.
επίρρ...
χρηστομαθῶς Α
με φιλομάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + -μαθής (< μάθος τὸ «γνώση, μάθηση» < μανθάνω), πρβλ. ἀξιομαθής].