ἐπίκωμος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epikomos
|Transliteration C=epikomos
|Beta Code=e)pi/kwmos
|Beta Code=e)pi/kwmos
|Definition=ον, [[revelling]], <span class="bibl">Aristias 3</span> (L.Dind. for [[ἐπίκωπος]]); <b class="b3">εἰς οἰκίαν ἐμβαλεῖν ἐ</b>. Plu.2.128d; ἐ. φοιτᾶν <span class="bibl">Alciphr.1.37</span>.
|Definition=ἐπίκωμον, [[revelling]], Aristias 3 (L.Dind. for [[ἐπίκωπος]]); <b class="b3">εἰς οἰκίαν ἐμβαλεῖν ἐ.</b> Plu.2.128d; ἐ. φοιτᾶν Alciphr.1.37.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:10, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίκωμος Medium diacritics: ἐπίκωμος Low diacritics: επίκωμος Capitals: ΕΠΙΚΩΜΟΣ
Transliteration A: epíkōmos Transliteration B: epikōmos Transliteration C: epikomos Beta Code: e)pi/kwmos

English (LSJ)

ἐπίκωμον, revelling, Aristias 3 (L.Dind. for ἐπίκωπος); εἰς οἰκίαν ἐμβαλεῖν ἐ. Plu.2.128d; ἐ. φοιτᾶν Alciphr.1.37.

German (Pape)

[Seite 955] zum fröhlichen Zuge der Schwärmenden gehörig, im lustigen Aufzug einherziehend, Alciphr. 1, 37; Plut. öfter; nach Hesych. ὁ ἐπᾴδων τῇ φίλῃ ἢ ἀπὸ οἴνου ᾄδων.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui va en partie de débauche.
Étymologie: ἐπί, κῶμος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίκωμος: участвующий в шумной процессии, разгульный (μεθύοντες Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίκωμος: ον = τῷ προηγ., Ἀριστίας παρ’ Ἀθην. 686Α (κατὰ Λ. Δινδ. ἀντὶ ἐπίκωπος, Πλούτ. 2. 128D, Ἀλκίφρων 1. 37. -Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπίκωμος· ὁ ἐπᾴδων τῇ φίλῃ. ἢ ἀπὸ οἴνου ᾄδων. ὑβριστής. συγχαίρων».

Greek Monolingual

ἐπίκωμος, -ον (Α)
1. αυτός που μετέχει σε κώμο («εἰς οἰκίαν πενθοῦσαν ἐμβαλόντες ἐπίκωμοι μεθύοντες», Πλούτ.)
2. ο κωμαστής, αυτός που τραγουδάει για την αγαπημένη του μαζί με άλλους μετά από πιοτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κώμος «εύθυμη συντροφιά»].