χλευαστικός: Difference between revisions

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chlevastikos
|Transliteration C=chlevastikos
|Beta Code=xleuastiko/s
|Beta Code=xleuastiko/s
|Definition=ή, όν, [[derisory]], [[σκῶμμα]] <span class="bibl">Ph.2.552</span>. Adv. [[χλευαστικῶς]] Satyr.<span class="title">Vit.Eur.Fr.</span>39 xvii 9, <span class="bibl">Poll.6.200</span>.
|Definition=χλευαστική, χλευαστικόν, [[derisory]], [[σκῶμμα]] Ph.2.552. Adv. [[χλευαστικῶς]] Satyr.''Vit.Eur.Fr.''39 xvii 9, Poll.6.200.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλευαστικός Medium diacritics: χλευαστικός Low diacritics: χλευαστικός Capitals: ΧΛΕΥΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: chleuastikós Transliteration B: chleuastikos Transliteration C: chlevastikos Beta Code: xleuastiko/s

English (LSJ)

χλευαστική, χλευαστικόν, derisory, σκῶμμα Ph.2.552. Adv. χλευαστικῶς Satyr.Vit.Eur.Fr.39 xvii 9, Poll.6.200.

German (Pape)

[Seite 1358] adv χλευαστικῶς, spöttisch, zum Verspotten, zur schnöden Behandlung gehörig, geneigt, Sp., Poll. 9, 149.

Greek (Liddell-Scott)

χλευαστικός: -ή, -όν, ὁ δεδομένος εἰς τὸ χλευάζειν, ἀγαπῶν νὰ χλευάζῃ, Ἐφιφάν. 69. Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Ϛ΄, 200.

Greek Monolingual

-ή, -ό / χλευαστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ χλευάζω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χλευασμό
2. αυτός που έχει την τάση να χλευάζει («χλευαστικὸς κόλαξ», Πολυδ.).
επίρρ...
χλευαστικώς / χλευαστικῶς ΝΜΑ, και χλευαστικά Ν
κατά τρόπο χλευαστικό, περιπαικτικά.