φύζω: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
m (Text replacement - "|ptext=*" to "|ptext=")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fyzo
|Transliteration C=fyzo
|Beta Code=fu/zw
|Beta Code=fu/zw
|Definition=late Ion. for [[φεύγω]], Heraclid. ap. <span class="bibl">Eust.1643.2</span>: part. aor. Pass. [[φυζηθέντες]] (as if from [[φυζάομαι]]) <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>825</span>.
|Definition=late Ion. for [[φεύγω]], Heraclid. ap. Eust.1643.2: part. aor. Pass. [[φυζηθέντες]] (as if from [[φυζάομαι]]) Nic.''Th.''825.
}}
}}
{{grml
{{grml

Latest revision as of 11:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύζω Medium diacritics: φύζω Low diacritics: φύζω Capitals: ΦΥΖΩ
Transliteration A: phýzō Transliteration B: phyzō Transliteration C: fyzo Beta Code: fu/zw

English (LSJ)

late Ion. for φεύγω, Heraclid. ap. Eust.1643.2: part. aor. Pass. φυζηθέντες (as if from φυζάομαι) Nic.Th.825.

Greek Monolingual

Α
(επικ. τ.) φεύγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αμάρτυρος τ. ενεστ., την ύπαρξη του οποίου υποθέτουν ορισμένοι μελετητές, στην προσπάθεια να ερμηνεύσουν τον ομηρικό τ. μτχ. πεφυζότες. Ωστόσο, η άποψη αυτή δεν θεωρείται ιδιαίτερα πιθανή, αφού ο τ. πεφυζότες θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως μεταπλασμένος —για μετρικούς λόγους— τ. της μτχ. ενεργ. παρακμ. πεφυγ(F)ότες (από έναν αμάρτυρο τ. παρακμ. πέφυγα σχηματισμένο με αναδιπλασιασμό από τη μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας του φεύγω, πρβλ. μτχ. μέσ. παρακμ. πεφυγμένος), κατ' επίδραση του φύζα.

German (Pape)

φύζω, ungebr. Stammform, von der Hom. in der Il. 21.6, 528, 22.1 das part. perf. πεφυζότες statt πεφευγότες braucht, wie Ap.Rh. 2.1083; Nic. Ther. 128 auch πεφυζώς.