κακόμετρος: Difference between revisions
From LSJ
Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου → Arcana amici ne per iram prodito → Geheimnisse des Freunds verrate nicht im Zorn
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kakometros | |Transliteration C=kakometros | ||
|Beta Code=kako/metros | |Beta Code=kako/metros | ||
|Definition= | |Definition=κακόμετρον, [[in bad metre]], [[unmetrical]], Plu.2.747f, etc.; <b class="b3">τὸ κ.</b> Phld.''Po.Herc.''1676.8. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:20, 25 August 2023
English (LSJ)
κακόμετρον, in bad metre, unmetrical, Plu.2.747f, etc.; τὸ κ. Phld.Po.Herc.1676.8.
German (Pape)
[Seite 1301] schlecht, falsch gemessen; στίχοι Schol. Il. 22, 379; τοῖς ἄγαν πεζοῖς καὶ κακομέτροις Plut. Symp. 9, 15, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
mal mesuré.
Étymologie: κακός, μέτρον.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκόμετρος: плохо отмеренный (στίχος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
κακόμετρος: -ον, ἐν τῇ μετρικῇ ἐπὶ στίχου, ἔχων κακὸν μέτρον, Πλούτ. 2. 747F, κλ.
Greek Monolingual
κακόμετρος, -ον (Α)
1. (μετρική) ο στίχος που έχει κακό μέτρο
2. το ουδ. ως ουσ. (μετρική) τὸ κακόμετρον
το εσφαλμένο μέτρο, η κακομετρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -μετρος (< μέτρον), πρβλ. μονόμετρος, ομοιόμετρος].