τεκμαρτός: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tekmartos
|Transliteration C=tekmartos
|Beta Code=tekmarto/s
|Beta Code=tekmarto/s
|Definition= ή, όν, [[possible to be determined]], πρὸς εἶδος . . οὐδὲν προσιδόντι τεκμαρτόν <span class="bibl">Cratin.260</span> (hex.).
|Definition= τεκμαρτή, τεκμαρτόν, [[possible to be determined]], πρὸς εἶδος.. οὐδὲν προσιδόντι τεκμαρτόν Cratin.260 (hex.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:21, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεκμαρτός Medium diacritics: τεκμαρτός Low diacritics: τεκμαρτός Capitals: ΤΕΚΜΑΡΤΟΣ
Transliteration A: tekmartós Transliteration B: tekmartos Transliteration C: tekmartos Beta Code: tekmarto/s

English (LSJ)

τεκμαρτή, τεκμαρτόν, possible to be determined, πρὸς εἶδος.. οὐδὲν προσιδόντι τεκμαρτόν Cratin.260 (hex.).

German (Pape)

[Seite 1082] woraus man Zeichen entnehmen, vermuthen, schließen oder urtheilen kann, οὐδὲν ἰδόντι τεκμαρτόν Cratin. bei Hephaest. p. 6.

Greek (Liddell-Scott)

τεκμαρτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ συμπεράνῃ, νὰ εἰκάσῃ, οὐδὲ πρὸς εἶδος ἄρ’ ἦν οὐδὲν προσιδόντι τεκμαρτὸν Κρατῖνος ἐν «Ὥραις» 3.

Greek Monolingual

ή, -ό / τεκμαρτός, -ή, -όν, ΝΜΑ τεκμαίρομαι
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να συμπεράνει, να συναγάγει ως συμπέρασμα από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του
νεοελλ.
φρ. α) «τεκμαρτό εισόδημα» — το εισόδημα που προσδιορίζεται με υπολογισμό βάσει ορισμένων τεκμηρίων
β) «τεκμαρτό ενοίκιο» — το θεωρητικό ενοίκιο για ιδιοκατοίκηση που συμπεραίνεται από σχετικά στοιχεία.