ἑπτάλοφος: Difference between revisions
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eptalofos | |Transliteration C=eptalofos | ||
|Beta Code=e(pta/lofos | |Beta Code=e(pta/lofos | ||
|Definition= | |Definition=ἑπτάλοφον, [[seven-hilled]], [[ἄστυ]], of Rome, Cic.''Att.'' 6.5.2, ''AP''14.121 (Metrod.), cf. Plu.2.280d. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:23, 25 August 2023
English (LSJ)
ἑπτάλοφον, seven-hilled, ἄστυ, of Rome, Cic.Att. 6.5.2, AP14.121 (Metrod.), cf. Plu.2.280d.
German (Pape)
[Seite 1012] siebenhügelig, ἄστυ, Cic. Att. 3, 5; Plut. qu. Rom. 69.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux sept collines (la ville, càd Rome).
Étymologie: ἑπτά, λόφος.
Russian (Dvoretsky)
ἑπτάλοφος: семихолмный (Ῥώμη Plut., Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑπτάλοφος: -ον, ὁ ἔχων ἑπτὰ λόφους, περὶ τῆς Ρώμης, Κικ. πρὸς Ἀττ. 6. 5, 2, Ἀνθ. Π. 14. 121, Πλούτ. 2. 280D.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἑπτάλοφος, -ον)
1. αυτός που έχει επτά λόφους, είναι χτισμένος πάνω σε επτά λόφους
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ Ἑπτάλοφος
α) η Ρώμη
β) η Κωνσταντινούπολη.
Greek Monotonic
ἑπτάλοφος: -ον, αυτός που βρίσκεται πάνω σε επτά λόφους, λέγεται για τη Ρώμη, σε Ανθ.