καταπαυστικός: Difference between revisions
From LSJ
ἀναγκαιότεραι μὲν οὖν πᾶσαι ταύτης, ἀμείνων δ᾽ οὐδεμία → accordingly, although all other sciences are more necessary than this, none is more excellent (Aristotle, Metaphysics A 983a10)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katapafstikos | |Transliteration C=katapafstikos | ||
|Beta Code=katapaustiko/s | |Beta Code=katapaustiko/s | ||
|Definition= | |Definition=καταπαυστική, καταπαυστικόν, [[causing to cease]], ταραχῶν Phld.''Mus.''p.20 K.; κακοῦ Eust.138.2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:26, 25 August 2023
English (LSJ)
καταπαυστική, καταπαυστικόν, causing to cease, ταραχῶν Phld.Mus.p.20 K.; κακοῦ Eust.138.2.
German (Pape)
[Seite 1368] ή, όν, beruhigend, stillend, τινός, Eust. 138, 3.
Greek (Liddell-Scott)
καταπαυστικός: -ή, -όν, ὁ καθησυχάζων, ὁ κατάλληλος νὰ φέρῃ ἀνάπαυσιν, τὸ τῶν Ἀσκληπιαδῶν φῦλον θεραπευτικὸν καὶ καταπαυστικὸν κακοῦ Εὐστ. 138. 2.
Greek Monolingual
καταπαυστικός, -ή, -όν (Α) καταπαύω
αυτός που έχει την ικανότητα ή την ιδιότητα να καταπαύει, να επιφέρει γαλήνευση, λήξη του κακού.