καταπαυστικός: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katapafstikos
|Transliteration C=katapafstikos
|Beta Code=katapaustiko/s
|Beta Code=katapaustiko/s
|Definition=ή, όν, [[causing to cease]], ταραχῶν Phld.<span class="title">Mus.</span>p.20 K.; κακοῦ <span class="bibl">Eust.138.2</span>.
|Definition=καταπαυστική, καταπαυστικόν, [[causing to cease]], ταραχῶν Phld.''Mus.''p.20 K.; κακοῦ Eust.138.2.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπαυστικός Medium diacritics: καταπαυστικός Low diacritics: καταπαυστικός Capitals: ΚΑΤΑΠΑΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: katapaustikós Transliteration B: katapaustikos Transliteration C: katapafstikos Beta Code: katapaustiko/s

English (LSJ)

καταπαυστική, καταπαυστικόν, causing to cease, ταραχῶν Phld.Mus.p.20 K.; κακοῦ Eust.138.2.

German (Pape)

[Seite 1368] ή, όν, beruhigend, stillend, τινός, Eust. 138, 3.

Greek (Liddell-Scott)

καταπαυστικός: -ή, -όν, ὁ καθησυχάζων, ὁ κατάλληλος νὰ φέρῃ ἀνάπαυσιν, τὸ τῶν Ἀσκληπιαδῶν φῦλον θεραπευτικὸν καὶ καταπαυστικὸν κακοῦ Εὐστ. 138. 2.

Greek Monolingual

καταπαυστικός, -ή, -όν (Α) καταπαύω
αυτός που έχει την ικανότητα ή την ιδιότητα να καταπαύει, να επιφέρει γαλήνευση, λήξη του κακού.