λόγχιμος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=logchimos | |Transliteration C=logchimos | ||
|Beta Code=lo/gximos | |Beta Code=lo/gximos | ||
|Definition= | |Definition=λόγχιμον, [[of a spear]], <b class="b3">κλόνοι λ.</b> the clash [[of spears]], A.''Ag.''404 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 11:28, 25 August 2023
English (LSJ)
λόγχιμον, of a spear, κλόνοι λ. the clash of spears, A.Ag.404 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de lance.
Étymologie: λόγχη.
German (Pape)
κλόνοι, Lanzengetümmel, Aesch. Ag. 393.
Russian (Dvoretsky)
λόγχῐμος: копейный, копьеносный: κλόνοι λογχιμοι Aesch. битвы копьеносцев.
Greek (Liddell-Scott)
λόγχῐμος: -ον, ἀνήκων εἰς λόγχην, κλόνοι λ., ἡ κλαγγή, ὁ κρότος τῶν λογχῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 405.
Greek Monolingual
λόγχιμος,-ον (Α) λόγχη
αυτός που ανήκει σε λόγχη ή προέρχεται από λόγχη («κλόνους λογχίμους» — κρότους που προέρχονται από λόγχες, Αισχύλ.).
Greek Monotonic
λόγχῐμος: -ον (λόγχη), αυτός που ανήκει σε λόγχη, κλόνοι λόγχιμοι, κρότος από σύγκρουση δοράτων μεταξύ τους, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
λόγχῐμος, ον λόγχη
of a spear, κλόνοι λ. the clash of spears, Aesch.